«Αυτό θέλω να το γράψουμε», λέει εμφατικά η Μαρία Δαμανάκη: «Ημουν πάρα πολύ τυχερή στη ζωή μου. Είναι τύχη να είσαι νέος, να ζήσεις μια δικτατορία και να καταλάβεις τι σημαίνει στέρηση ελευθερίας. Να έχεις την εμπειρία της Μεταπολίτευσης και της αλλαγής. Μου δόθηκαν ευκαιρίες να ζήσω πολλές ζωές σε μία».
Είχε αποφασίσει να συνοψίσει σε τρεις λόγους «την τύχη της». Αλλά ήταν αδύνατον να χωρέσουν: νεανική ζωή, πολιτική, ήταν η πρώτη γυναίκα πρόεδρος κόμματος, για χρόνια βουλευτής, ακολούθησε η ευρωπαϊκή ευθύνη και περιπέτεια (επίτροπος Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας), ύστερα η Αμερική, η Ουάσιγκτον, ως μία από τους πέντε παγκόσμιους διευθυντές της μεγαλύτερης περιβαλλοντικής οργάνωσης. Το World Economic Forum την περιλαμβάνει στη λίστα με τους 50 πιο επιδραστικούς ανθρώπους σε θέματα κλιματικής αλλαγής και ωκεανών σε όλο τον κόσμο. «Η “λίστα” γεννάει υποχρεώσεις;», τη ρωτώ. «Πρέπει να μελετώ διαρκώς, να ενημερώνομαι. Αλλά αυτό με κρατάει ζωντανή», απαντάει.
Παράλληλα έκανε τρεις γάμους, απέκτησε παιδιά και εγγόνια. Και ενώ έχουμε διανύσει μόνο με τίτλους κεφαλαίων 50 χρόνια, επιστρέφει στην κατακλείδα: «Το πολύ σημαντικό είναι ότι έζησα ως κανονικός άνθρωπος, που δεν συμβαίνει συχνά με όσους βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας».
– Τι εννοείτε κανονικός άνθρωπος;
– Αυτός που δεν είναι μονοθεματικός, προσκολλημένος στην εξουσία και στον εαυτό του. Που μπορεί να έχει σχέση με άλλους ανθρώπους, φιλίες, έρωτες, οικογένεια, επιτυχημένη ή αποτυχημένη, ενδιαφέροντα, θέατρο, σινεμά, τέχνη, μια σχέση με τη φύση. Ολα μου τα έδωσε η Ελλάδα. Ημουν ένα μικρό παιδί από χωριό, από μια μικροαστική οικογένεια. Τότε, αν σπούδαζες και είχες ένα καλό μυαλό, μπορούσες να έχεις κι ένα καλύτερο μέλλον. Τώρα δεν ισχύει, ως ευκαιρία. Δεν υπάρχει κοινωνική ανέλιξη μέσω της εκπαίδευσης. Είναι πολλοί οι πτυχιούχοι, ανεργία, ανταγωνισμός.
– Ηταν η δικτατορία η δυσκολότερη περίοδος της ζωής σας;
– Οχι. Η δυσκολότερη ήταν όταν ήμουν επίτροπος και ξυπνούσα κάθε πρωί σε κατάσταση αλλοφροσύνης να δω στην πρώτη σελίδα των Financial Times αν είμαστε ακόμη στο ευρώ.
– Οταν ακούτε στα ηχητικά ντοκουμέντα από το Πολυτεχνείο τη φωνή σας, τι σκέφτεστε;
– Δεν τα ακούω. Ο όρος «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν με εκφράζει. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν εκπρόσωποι γενιών. Αυτή η περίοδος μου έδωσε, προσωπικά –και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων–, μοναδικά αισθήματα που με προίκισαν ως άνθρωπο. Μου έδωσε να καταλάβω τι είναι το «μαζί», να είσαι μαζί με τους άλλους, το ισχυρότερο αντίδοτο στη μοναξιά δημιουργεί ένα κέλυφος, μέσα στο οποίο η ζωή αποκτά νόημα.
– Η «συμβολοποίηση» είχε και αρνητικά;
– Προφανώς. Υπήρχε η απαίτηση να είμαι σαν «εικόνισμα». Δηλαδή να σταματήσω να αλλάζω. Εγώ πιστεύω πως ό,τι δεν αλλάζει είναι νεκρό. Είναι παράλογο, ενάντια στη ζωή. Ηθελα να ζήσω ως άνθρωπος. Να έχω επιλογές, να μην είμαι μια παγωμένη εικόνα του παρελθόντος. Δεν αισθάνομαι καμία πικρία. Κατανοώ και όσο μεγαλώνω κατανοώ ακόμη περισσότερο. Δεν παραπονιέμαι. Με πλούτισε ως άνθρωπο, μου άνοιξε ορίζοντες. «Μην πετάξεις τίποτα», που λέει ο στίχος του Σαββόπουλου. Δεν πετώ τίποτα.
Υπήρχε η απαίτηση να είμαι σαν «εικόνισμα». Δηλαδή να σταματήσω να αλλάζω. Εγώ πιστεύω πως ό,τι δεν αλλάζει είναι νεκρό.
– Τι θα αλλάζατε και τι όχι;
– Δεν θα άλλαζα τη διάθεσή μου να κοιτάω μπροστά, να αναζητώ καινούργιους δρόμους. Αγαπώ πολύ την αλλαγή. Είναι ο μόνος τρόπος να παραμένει κανείς ζωντανός.
– ΚΚΕ, Συνασπισμός, ΠΑΣΟΚ. Βιώνατε ως αλλαγή τις μετακινήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο;
– Το βίωνα ως μεταβολές στον τρόπο που σκέφτομαι με βάση τις συνθήκες. Βεβαίως είχα και κεφάλαια στη ζωή μου. Οπως λέω, ξεκίνησα από τον Μαρξ, εγκλωβίστηκα στον Σαίξπηρ και ιδιαίτερα στον «Μάκβεθ» και, τώρα, καταλήγω στον Τσέχωφ… Από τους νεανικούς μου χρόνους και το «παλεύουμε μαζί», σιγά σιγά στην αυτογνωσία. Δεν μετανιώνω γι’ αυτή την πορεία που ήταν εξελικτική, δεν διέλυσα τον πυρήνα των αξιών μου, την ψυχούλα μου δεν τη διέλυσα. Αλλά από την άλλη μετανιώνω και το αισθάνομαι ως ευθύνη ότι ορισμένα πράγματα δεν βγήκα με τόλμη να τα πω. Την περίοδο του ΚΚΕ κατάλαβα ότι η δημοκρατία δεν ήταν αυταξία. Το είχα αντιληφθεί, γι’ αυτό και υπήρχαν συγκρούσεις. Με τον Συνασπισμό δεν είχα τον ρεαλισμό να δω πού πρέπει να κάνω πίσω και φυσικά απέτυχα, το κόμμα δεν μπήκε στη Βουλή. Γι’ αυτό και παραιτήθηκα. Οταν ήρθε ο Γιώργος Παπανδρέου μου άρεσαν πολύ οι απόψεις του, η συμμετοχική δημοκρατία, η προσπάθειά του να υπάρξει διαφάνεια, η ευαισθησία του σε θέματα περιβάλλοντος, γυναικών, μειονοτήτων, οι απόψεις του για την εξωτερική πολιτική. Αισθάνθηκα ότι εκεί ήταν ο χώρος μου. Η εξουσία δεν είναι το παν. Η αγωνία για την «καρέκλα» εκτός από αξιοθρήνητη είναι, κι αυτή, πηγή τοξικότητας.
– Η γενιά σας έχει δεχθεί κριτική. Οπως ότι αξιοποίησε τα αγωνιστικά εύσημα για να χτίσει καριέρες.
– Σε ένα βαθμό ισχύει. Θα μπορούσε να το πει κάποιος και για μένα. Προσωπικά, πάντως, δεν είχα τη λατρεία της εξουσίας, οπότε αισθάνομαι καλά. Επαναλαμβάνω, όμως: δεν πιστεύω ότι είναι χαρακτηριστικά γενιάς. Αν μιλήσουμε για ανθρώπους κοντά στην ηλικία μου, καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Το βρίσκω πολύ μυωπικό ως κριτική. Περιορισμένο και στενό. Οταν ασχολήθηκα με την πολιτική ήταν η εποχή που πιστεύαμε ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Υπήρχαν ρομαντισμός και αίσθηση συλλογικότητας. Από τότε δεν τα έχω ξαναβρεί. Μετά οδηγηθήκαμε σιγά σιγά στον ρεαλισμό.
– Ρεαλισμός ή κυνισμός;
– Σε μένα υπήρχε ο ρεαλισμός λόγω της ενασχόλησής μου με τα μαθηματικά και το Πολυτεχνείο (σ.σ. χημικός μηχανικός). Ο ορθολογισμός οδηγούσε και σε έναν ορθό πολιτικό λόγο. Ο πολιτικός κυνισμός συνδέεται με την πολιτική ως καριέρα. Σήμερα οι νέοι χτίζουν καριέρα στην πολιτική όπως θα ξεκινούσαν μια σταδιοδρομία σε μια επιχείρηση ενέργειας ή παραγωγής τροφίμων. Κι εδώ δημιουργείται μια αντίφαση που στοιχίζει πιο πολύ στην Αριστερά, για να είμαι ειλικρινής. Η συντηρητική παράταξη, ευρύτερα, είχε ένα σχετικά απλό καθήκον: να διαχειριστεί το παρόν. Η Αριστερά πρέπει να δημιουργήσει ένα όραμα για την κοινωνία. Σήμερα όλοι οι στοχαστές καταλήγουν στο ίδιο: δεν μπορεί να υπάρξει πειστική αναπαράσταση του μέλλοντος. Κι αυτό οφείλεται στην τεχνολογική επανάσταση. Περνούμε στην Ανθρωπόκαινο εποχή. Το μέλλον δεν είναι προβλέψιμο, που σημαίνει ότι η Αριστερά δεν μπορεί να δώσει εναλλακτική πολιτική πρόταση. Κι αυτό είναι η αδυναμία της, σε όλο τον κόσμο.
– Τι θεωρείτε το πιο δύσκολο στην πολιτική; Κάποιοι –ίσως περισσότερο γυναίκες– εγκαταλείπουν…
– Εγώ έφυγα από την πολιτική γιατί δεν άντεχα τη διαρκή έκθεση σε μια τοξικότητα. Πάντα, ακόμη και τώρα, είναι πιο δύσκολο για τις γυναίκες, πιο σκληρό. Υπάρχει και κάτι ακόμη: σήμερα η πολιτική απαξιώνεται εντελώς. Η τεχνολογική επανάσταση –η μόνη του 20ού αιώνα που πέτυχε!– έχει αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, έχει συντμήσει τους χρόνους. Ο πολιτικός λόγος λοιπόν δεν μπορεί να ευδοκιμήσει γιατί χρειάζεται χρόνο: πρέπει να σκεφθείς. Κι αυτός ο χρόνος δεν υπάρχει πια. Δεν δίνεται. Επικρατούν η εικόνα και τα social media. Ρηχότητα και επιφανειακότητα που έχουν να κάνουν μόνο με την επικοινωνία. Αυτό έχει επίπτωση και στον τρόπο που αναδεικνύονται οι ηγέτες, οι οποίοι εντέλει είναι αναλώσιμοι. Μιας χρήσεως. Η πολιτική έχει συρρικνωθεί. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η πολιτική πρέπει να συνδέεται και με ιδέες. Είμαι μάλλον old fashion.
Πώς σώσαμε τον τόνο
«Στις Βρυξέλλες το 2010, με την Ελλάδα σε μνημόνια, μου δίνουν ένα μικρό χαρτοφυλάκιο. Τότε η γαλάζια οικονομία δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Η πρώτη υπόθεση που χειρίζομαι είναι η αλιεία του γαλαζόπτερου τόνου της Μεσογείου, που κινδύνευε με εξαφάνιση. Αμέσως με καταλαμβάνει το πείσμα να σώσω αυτό το ψάρι. Oμως υπάρχουν τεράστιες αντιδράσεις, όλα τα κράτη-μέλη είναι εναντίον μου. Τα συμφέροντα της αλιείας του τόνου στη Μεσόγειο ήταν πολύ μεγάλα, δυσανάλογα με ένα είδος ψαριού. Στην προσπάθειά μου με στήριξαν σημαντικοί άνθρωποι και διασημότητες. Ο τόνος, τελικά, σώθηκε! Ψαρεύεται για ένα μήνα κάτω από αυστηρούς περιορισμούς που βοηθούν στη βιώσιμη ανάπτυξή του».
Η Μαρία Δαμανάκη θα είναι παρούσα στην 9η διεθνή διάσκεψη για τους ωκεανούς «Our Ocean» (16, 17 Απριλίου). Είχε ενεργή συμμετοχή στην προετοιμασία του συνεδρίου. Ούτως ή άλλως ήταν εξαρχής στο πλευρό του Τζον Κέρι, όταν ξεκίνησε από την Ουάσιγκτον το 2014 (υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ τότε) τη δημιουργία του θεσμού.
Η συνάντηση
«Μόνο τόνο δεν τρώω», δηλώνει η Μαρία Δαμανάκη, ενώ έχουμε καθίσει, 5 το απόγευμα, στον «Τσίφτη» (γαστροκουτούκι, Μιχαλακοπούλου και Σεβαστείας, Ιλίσια). «Δεν είμαι θρησκευόμενη, αλλά το έκανα σαν προσωπικό τάμα: ότι αν καταφέρω να σώσω αυτό το ψάρι, δεν θα το ξαναφάω ποτέ», λέει και διηγείται την πρώτη περιπέτειά της ως Ευρωπαία επίτροπος. Ο τόνος, έκτοτε, βρίσκεται περασμένος σε μια ασημένια αλυσίδα στον λαιμό της, ένα λιλιπούτειο, πολύτιμο για εκείνη, κόσμημα.
Το γεύμα μας γευστικότατο: ταραμοσαλάτα με φύκια, δύο λαβράκια με σάλτσα σέλινο και κρέμα σαφράν, σαλάτα με αντίβ και μια –ονειρεμένη!– πορτοκαλόπιτα με καμένη μαρέγκα και σορμπέ πορτοκάλι – μανταρίνι. Σύνολο: 68 ευρώ.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!