Βραδιά «Nations League».
Καλεσμένη στην εκπομπή τής συνδρομητικής πλατφόρμας
μία από τις καλύτερες Ελληνίδες ποδοσφαιρίστριες,
η οποία αγωνίζεται στο εγχώριο πρωτάθλημα και στην Εθνική Ομάδα
(κατά παρέκκλισιν των δημοσιογραφικών ειωθότων δεν αναφέρω τα στοιχεία της,
καθώς ετούτο το πόνημα θα έχει δηκτικό περιεχόμενο
και δεν επιθυμώ να στοχοποιήσω το Πρόσωπο αλλά το Φαινόμενο).
…
Είναι πασίγνωστο, λοιπόν, και αναρίθμητες φορές διαπιστωμένο το γεγονός,
ότι η «“Υπ’ Αριθμόν Ένα” Λέξη» στη «Γλώσσα των Ελλήνων Ποδοσφαιριστών»
δεν είναι άλλη από το επίρρημα «Σίγουρα»·
όπως η «Coca-Cola» πάει με όλα τα φαγητά,
έτσι και το «Σίγουρα» πάει με όλα τα… ουγκανητά.
Όμως, παρ’ ότι είμαστε πάντοτε προετοιμασμένοι για αυτήν τη σεσημασμένη επαναληπτικότητα,
εν προκειμένω υπήρξε σοβαρότατος κίνδυνος για τη Συλλογική Ακοή,
αφού η νεαρή παίκτρια εξεστόμισε την περιβόητη λέξη 32 φορές
(άλλοι άνθρωποι δεν έχουν πει 32 φορές το «Σίγουρα» στη ζωή τους ολάκερη
και η πρωταγωνίστριά μας έφερε εις πέρας το αξιολύπητο κατόρθωμά της
σε μόλις 6 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα συνολικής εκφοράς λόγου·
ήτοι, σχεδόν 5 «Σίγουρα»/λεπτό).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Αμηχανία;
Μόνον ως εύκολο άλλοθι εκλαμβάνεται ετούτη η συνήθης επίκληση,
και -επί τής ουσίας- ουδόλως αποτελεί επαρκή δικαιολογία.
Η Αμηχανία έχει τα δικά της ποιοτικά χαρακτηριστικά,
που ποικίλλουν και διαφέρουν ανάλογα με το άτομο
(άρα, πρόκειται για κίβδηλη επιχειρηματολογική πανάκεια).
Αμορφωσιά. Αυτή είναι η απάντηση.
Λεξιπενία. Αυτή είναι η συμπαρομαρτούσα κατάσταση.
Διάγουμε την «Εποχή τού Διαδικτύου και τής Παγκοσμιοποίησης»,
οπότε δεν χωρούν τα ελαφρυντικά μακρινών δεκαετιών τού παρελθόντος·
κάποτε οι άνθρωποι -ιδίως στην ημεδαπή Επαρχία-
ήταν εξ ανάγκης και κατ’ ανάγκην χειρώνακτες στη συντριπτική πλειονότητά τους,
ενώ συνάμα είχαν ελάχιστες εξωτερικές προσλαμβάνουσες
και συνεπαγωγικώς παραλληλική-παραλυτική σχέση με τη Διανόηση,
όμως τώρα πια άπαντες διαθέτουμε πρόσβαση στη Γνώση.
Συνελόντι ειπείν,
όταν μιλάμε για πολιτισμένα κράτη (όπως θέλει να θεωρείται η Νεοελλάδα)
και όχι για λιμοκτονούσες «Χώρες τού Τρίτου Κόσμου»,
η Αμορφωσιά δεν είναι συνέπεια τής δύσκολης επιβίωσης αλλά καραμπινάτη επιλογή.
…
Υπάρχει μία φράση που ιδίως τα παλιά τα χρόνια ήταν ευρέως χρησιμοποιούμενη,
όμως ουδέποτε η «Βίβλος τής Λαϊκής Θυμοσοφίας» τη συμπεριέλαβε στο περιεχόμενό της,
διότι πρόκειται στην πραγματικότητα για λαϊκίστικη παρόλα
που διακρίνεται από υφέρποντα συμπλέγματα και εννοιολογική διατρητότητα.
Όμως, στην περίπτωση των απανταχού ποδοσφαιριστών,
η φράση «Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.»
βρίσκει τη μέγιστη ποσοστιαία ισχύ και εκπλήρωσή της.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Οποία θλιβερή αντιφατικότης,
ο «Βασιλιάς των Σπορ» προάγει σε απόλυτο βαθμό την «Υπήκοη Αισθητική».
Λες και υπάρχει μια κατάρα,
λες και υπάρχει μια αιώνια μεταφυσική εντολή,
που ορίζει αδιαπραγματεύτως ότι
«Αν θέλεις να ασχοληθείς με το Ποδόσφαιρο,
απαγορεύεται να ασχοληθείς με τη Μόρφωση, με την Παιδεία, με την Καλλιέργεια.».
Και όντως, εκτός από ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις επιστημοσύνης
(όπως -επί παραδείγματι-
ο Αριστείδης Καμάρας, ο Χρίστος Ζούπας κι ο αείμνηστος Σόκρατες),
οι ποδοσφαιριστές είναι σαν τούς «“Αιπηστείμωναις” τού Σαλιαρέλη».
Λεξιλόγιο τύπου «Ιά σο, κόκλα»,
εκφραστική ανεπάρκεια που παράγει κατατονία,
πνευματικότητα που καθίσταται συνώνυμη με το «Κυνήγι τού Χαμένου Θησαυρού».
Και βεβαίως,
τεράστια ευθύνη στη διαστολή τού φαινομένου έχουν κι οι εμμέσως εμπλεκόμενοι,
οι σπορτ-κάστερς, οι ρεπόρτερς, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητικογράφοι,
οι οποίοι ταλανίζονται από το «Κόμπλεξ τού Παράσιτου»·
ακριβώς επειδή είναι τεράστιο απωθημένο τους ότι δεν έγιναν ποδοσφαιριστές,
ακριβώς επειδή δεν αντέχουν να είναι απλώς οι «Περιγραφείς»,
επιχειρούν να γίνονται αυτοί οι πρωταγωνιστές μετερχόμενοι τη Γλοιωδία και την Υπουλία.
Από τη μία, λοιπόν, είναι σιελορροούντες δημοσιοσχεσίτες,
κι από την άλλη, υπονομεύουν τον εκάστοτε συνεντευξιαζόμενο ποδοσφαιριστή,
προβαίνοντας σε απόλυτη κατάχρηση τού δικαιώματος που λέγεται «Ερώτηση».
Ερωτήσεις που βρίθουν πανηλιθιότητας
(«Πόσο χαρούμενος είσαι που κατακτήσατε το Πρωτάθλημα;»).
Ερωτήσεις με αυτονόητη απάντηση
(«Είναι η μεγαλύτερη στιγμή τής καριέρας σου,
ότι με την ομάδα σου, τον “Α.Ο. Κωλοπετεινίτσας”, κατακτήσατε το “Τσάμπιονς Λιγκ”;»).
Ερωτήσεις που αποτελούν την απάντηση
(«Είναι θαύμα ότι η ομάδα σου, ο “Α.Ο. Κωλοπετεινίτσας”,
ανέτρεψε το 9-0 τού πρώτου αγώνα και πήρε την πρόκριση για τον τελικό,
συντρίβοντας τη Ρεάλ Μαδρίτης με 10-0 στο φλεγόμενο “Λα Κωλομπομπονέρα”;»).
Ερωτήσεις που αποτελούν τοποθέτηση
(«Είμαστε τυχεροί που έχουμε ζήσει τον Μέσι και τον Ρονάλντο. Συμφωνείς;»).
Ερωτήσεις που αποτελούν εκβιαστική εκμαίευση απάντησης
(«Ο καινούργιος προπονητής έχει φέρει νέο αέρα στην ομάδα σας;»).
Ως εκ τούτων, το συνεργαζόμενο δίπολο «Ερωτών-Ερωτώμενος»,
πρέπει να τεθεί στη σωστή του βάση και να υπόκειται σε σφαιρική κριτική.
Ναι, συνήθως οι ποδοσφαιριστές δεν είναι διανοούμενοι, λέκτορες και ρήτορες,
όμως αυτά τα ασυλούχα κουμάσια που διαθέτουν μικρόφωνα και κραδαίνουν μαρκούτσια,
είσαι σαφώς σημαντικότεροι κίνδυνοι για την Κοινωνία.
…
Επανέρχομαι στο αρχικό θέμα μας…
Μία 28χρονη γυναίκα, μία 28χρονη Ελληνίδα, δεν ξέρει να μιλήσει Ελληνικά.
Δεν είναι μόνον οι 32 φορές που εξέφερε το επίρρημα «Σίγουρα»,
αλλά συνολικώς το λεξιλόγιό της ήταν απελπιστικά πενιχρό
και απολύτως αντιπροσωπευτικό τού δεσπόζοντος σύγχρονου τρόπου επικοινωνίας.
Οι Νεοέλληνες και οι Νεοελληνίδες είναι «Συρφετός Αμορφωσιάς»,
η Σημαντικότερη και Πλουσιότερη Γλώσσα στην Ιστορία τής Ανθρωπότητας
μετατρέπεται σε τραγική «Αποποίηση Κληρονομιάς»,
τα «μαργαριτάρια» και οι σολοικισμοί έχουν αναχθεί σε κυρίαρχο «lifestyle»,
τα ώτα μας δεινοπαθούν εκτεθειμένα αδιαλείπτως στον ανηλεή βομβαρδισμό,
και καταφεύγουμε εν τέλει -προκειμένου να σωθούμε- στη Φιλοσοφία:
«Οι συνεχείς δηλώσεις σιγουριάς είναι ευθέως ανάλογες των ενδόμυχων αβεβαιοτήτων.».
32 αβεβαιότητες κρύφτηκαν πίσω από 32 σιγουριές.
Ολοκληρώνοντας το παρόν πόνημα, σάς παραδίδω (σ)τα τεκμήρια,
έχοντας καλυμμένο το Πρόσωπο και αποκαλύπτοντας το Φαινόμενο
(και επειδή το Χιούμορ είναι πάντοτε ζωογόνο,
ακολουθούν -ως σατιρικό επιμύθιο-
οι σαρκαστικές σκέψεις που έκανα κατά την προετοιμασία τού μοντάζ).
Μετά από τόσα «σίγουρα»,
αν έχεις μαλλιά, καραφλιάζεις,
κι αν είσαι καραφλός, βγάζεις σ(ι)γουρα μαλλιά.
Ήταν τόσο πολλά τα «σίγουρα»,
που φτάνεις να αισθάνεσαι ότι ήταν αντίλαλος από το «Φαράγγι τής Σιγουριάς».
μ.Γ.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!