Άξιζε κάθε σπιθαμή αυτής της καταπράσινης διαδρομής για τη Θρυπτή, όσο δύσκολη κι αν μας φάνηκε, έτσι σγουρός που ήταν ο δρόμος και ανηφορικός, μέσα στις δασωμένες, πευκόφυτες πλαγιές του Αφέντη Χριστού – το λασιθιώτικο βουνό που η κορυφή του βρίσκεται στα 1.476 μέτρα. Διασχίσαμε το δάσος της Ψαρής, στον προστατευόμενο βιότοπο Natura 2000, επάνω από τη χαράδρα του Χα, ενός από τα ωραιότερα και πιο επικίνδυνα φαράγγια της Ευρώπης, με μικρές λίμνες κι έναν μεγάλο καταρράκτη, τα νερά του οποίου αντιλαλούσαν κελαρυστά. Μας είχαν πει ότι, αφού περάσουμε τον βυζαντινό ναό της Αγίας Άννης, μετά από δύο χιλιόμετρα θα φτάσουμε στον προορισμό μας, ψηλά στη Θρυπτή, στην κοινότητα του Κάτω Χωριού. Βέβαια, τα δύο αυτά χιλιόμετρα μας πήραν κάμποση ώρα, καθώς χρειάστηκαν απανωτές στάσεις για το ωραιότερο μάλλον φωτογραφικό υλικό του οδοιπορικού μας, εκεί στο στενότερο σημείο της Κρήτης, που βλέπεις ταυτόχρονα δύο θάλασσες. Καταγάλανο από τη μια το Αιγαίο κι από την άλλη το βαθύ μπλε του Λιβυκού Πελάγους, μας φανερώνονταν ταυτόχρονα από το σημείο που βρίσκεται περίπου στα μισά μεταξύ των παραθαλάσσιων περιοχών της Παχείας Άμμου στον κόλπο του Μιραμπέλου και της Ιεράπετρας.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός του χωριού ήταν μηδέν κάτοικοι, κι αν και παλαιότερα υπήρχαν επτά καφενεία, οι καμιά τριανταριά οικογένειες περνούσαν εδώ πάνω στη Θρυπτή μόνο τα καλοκαίρια τους. «Κάθε καφενείο ήταν και σαν χασαπιό. Είχαν από ένα γουρούνι με πέντε πόντους λίπος, κρεμασμένο. Τώρα πια τα καλοκαίρια έχει καμιά εικοσαριά κατοίκους», μας λέει ο Γιάννης Φραγκούλης, που μας υποδέχεται στο οικογενειακό καφενείο Πρόβαρμα – που βγαίνει από τη λέξη «πρόβαλε», δηλαδή «εμφανίστηκε». Μας φτιάχνει δύο ελληνικούς, που τους πίνουμε σχεδόν μονορούφι. Έρχονται και οι ρακές, μαζί και ένα γενναίο πιάτο με ξύγαλο αφράτο σαν σαντιγί, καθόμαστε στη δροσιά κάτω από την πέργκολα και μας βομβαρδίζουν με ιστορίες.
Ο Γιάννης γεννήθηκε στον Άγιο Ιωάννη, ένα χωριό λίγο χαμηλότερα στο βουνό, και μεγάλωσε στην Ιεράπετρα, όπου και δούλεψε μάγειρας για πολλά χρόνια. Ο πατέρας του ο Μανώλης ήταν κι εκείνος εργαζόμενος στον τουριστικό τομέα, ώσπου άνοιξε στο χωριό τους τον καφενέ στα μέσα της δεκαετίας του ’60. «Εκείνο τον καιρό ήταν ένα μικρό καμαράκι όλο κι όλο. Σερβίραμε καφέ και ρακί μαζί με κάνα στραγάλι, ελιές, κουκιά στο τηγάνι. Εκείνες τις παλιές εποχές έρχονταν μόνο όσοι ανέβαιναν με τα γαϊδούρια τους, βάζανε κήπους και αμπέλια, είχανε τους μαγατζέδες τους [τουρκική ονομασία για τα μικρά πρόχειρα δωματιάκια] και ξεκαλοκαίριαζαν εκεί, για να πάρουν πάλι τον δρόμο προς τα κάτω, για τα χωριά τους, τα Παπαδιανά, το Πάνω Χωριό και το Κάτω Χωριό», θυμάται. «Εδώ τον χειμώνα έχει παγωνιά. Η θερμοκρασία πέφτει κάτω από το μηδέν, παγώνουν ακόμη και τα νερά, γι’ αυτό δεν έχει μόνιμους κατοίκους», εξηγεί ο Γιάννης.
|
|
Βέβαια, όλοι αυτοί μετά από τόσο δρόμο ζητούσαν κάτι παραπάνω από έναν σκέτο καφέ και μια ρακή με μεζέ. Έτσι, για να μπορέσει να επιβιώσει ο καφενές, πήρε και άδεια ταβέρνας: «Βάλαμε και μερικά φαγιά παραπάνω, και μας στέλνουν κόσμο, Σκανδιναβούς, Γερμανούς και Άγγλους, από τουριστικά γραφεία», μου εξηγούν καθώς μας φέρνουν να δοκιμάσουμε το τσιγαριαστό κατσικάκι με τα αμάραθα, που «μόλις το κατέβασα από τη φωτιά. Τα παραδοσιακά φαγιά τα έμαθα από τη μάνα μου την Ελένη», μας λέει ο Γιάννης και φεύγει γρήγορα για την κουζίνα, επιστρέφοντας πάλι με μερικά ακόμη πιατάκια για την επόμενη ρακή μας. Χοιρινό με φασολάκια, χάντρες με αμάραθα, φάβα. Δυο τρία φαγιά του τσουκαλιού φτιάχνουν καθημερινά με τα βρισκούμενα, ανάμεσα στα οποία, η συνεισφορά της κυρίας Ελένης είναι κάτι ωραία μελωμένα ντολμαδάκια. Κηπευτικά μαζεύουν από τον μπαχτσέ τους και από τους μπαχτσέδες των γειτόνων, φρούτα, μυρωδικά και άγρια χόρτα τα συλλέγουν από το βουνό. Την εποχή που βγαίνουν οι αβρωνιές και τα άγρια σπαράγγια, τα κάνουν ομελέτα, τους χοχλιούς τους κάνουν με τον χόντρο, και όταν έχουν προβατίνα την ψήνουν στη σχάρα.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!