Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΕΛΛΑΔΑ

Μια προαναγγελία εξαιρετικά επίκαιρη | ΕΦΣΥΝ

Μια προαναγγελία εξαιρετικά επίκαιρη | ΕΦΣΥΝ


Οταν τον περασμένο μήνα γράφαμε σε τούτην εδώ τη στήλη για το επετειακό συνέδριο της «Καθημερινής», του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας και άλλων φορέων για τα πενηντάχρονα της Μεταπολίτευσης, και τις απόψεις που εκφράστηκαν εκεί περί αδιεξόδων της δημοκρατίας και ασυμβατότητάς της με τις «αναπτυξιακές» ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού («Αναμένοντας τον μίστερ Φαιό», «Εφ.Συν», 9.3.2024), ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από το ρεπορτάζ: τον Μάρτιο του 1966, περίπου έναν χρόνο πριν από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 που έβαλε στον «γύψο» τους δημοκρατικούς θεσμούς για μια επταετία, ένας άλλος δημοσιογράφος είχε προαναγγείλει εκείνη την εκτροπή με σκεπτικό και (κυρίως) ρητορικές διατυπώσεις που εμφανίζουν εξαιρετική ομοιότητα με τις τωρινές εκφράσεις «ανησυχίας».

Το βαθύ κράτος στο Χίλτον

Αναφερόμαστε φυσικά στον Σάββα Κωνσταντόπουλο, διευθυντή τότε της «Απογευματινής» (εφημερίδας που εξέφραζε την καραμανλική σκληρή Δεξιά) και οσονούπω εκδότη του ομόφρονος «Ελεύθερου Κόσμου», που πρωτοκυκλοφόρησε στις 26.7.1966 με πρωτοσέλιδο τίτλο «Επιστολή Καραμανλή» και τα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε σε ημιεπίσημο όργανο της χούντας. Οι τέσσερις διαλέξεις που έδωσε μεταξύ 4 και 14 Μαρτίου 1966 στο «Χίλτον», με θέμα «Ο φόβος της δικτατορίας» και ακροατές ένα μεγάλο μέρος της συντηρητικής πολιτικής ηγεσίας και των ηγετικών κλιμακίων του εγχώριου βαθέος κράτους, ερμηνεύτηκαν εκ των υστέρων ορθά ως συστατικό στοιχείο της ιδεολογικής και ψυχολογικής προπαρασκευής μιας μερίδας της κοινής γνώμης και του κρατικού μηχανισμού για την επερχόμενη δικτατορία (Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Ε’, Αθήνα 1987, σ. 331· Ηλίας Νικολακόπουλος, «Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967», Αθήνα 2001, σ. 368). Την ίδια εξήγηση είχε δώσει εν θερμώ και ο Τύπος του Κέντρου και της Αριστεράς, υποτιμώντας ωστόσο κατά κανόνα την πραγματική εμβέλεια του εγχειρήματος και εξορκίζοντάς το σαν αντικειμενικά απρόσφορο.

«Από την πορεία των πραγμάτων, έχει τεθή στην ημερήσια διάταξη ζήτημα δικτατορίας» | Σάββας Κωνσταντόπουλος («Χίλτον», 8.3.1966)

Ο ίδιος ο ομιλητής δεν ήταν πάντως καθόλου τυχαίο πρόσωπο. Παλιός αριστερός που ανένηψε μεταπολεμικά για να εξελιχθεί κατόπιν σε κομβικό εκφραστή του μετεμφυλιακού βαθέος κράτους, χρημάτισε μέλος του «αφανούς» παρακρατικού επιτελείου που συγκρότησε το 1958 ο Καραμανλής για τη θεσμική κι εξωθεσμική καταπολέμηση της Αριστεράς, μετά την ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Οπως προκύπτει από το σχετικό αρχειακό υλικό, η οκταμελής «Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή» στην οποία μετείχε (μαζί με τον διευθυντή της ΚΥΠ Αλέξανδρο Νάτσινα και άλλα στελέχη) συνεδρίαζε καθημερινά με αποστολή «τον σχεδιασμόν, την κατεύθυνσιν, τον συντονισμόν και τον έλεγχον απασών των ενεργειών εθνικής προπαγάνδας» (βλ. Ο Ιός, «Η πρώτη “μονταζιέρα”», «Εφ.Συν», 18.4.2014).

Μετά τις εκλογικές ήττες της ΕΡΕ το 1963-64 και τη φυγή του Καραμανλή στο εξωτερικό, ο Κωνσταντόπουλος διατήρησε στενή επαφή μαζί του, όπως πιστοποιεί η δημοσιευμένη αλληλογραφία τους, προπαγανδίζοντας την επιστροφή του σαν τη μόνη λύση στα αδιέξοδα της εθνικοφροσύνης. Σε αυτόν ανέθεσε μάλιστα το 1965 ο τέως πρωθυπουργός τη σύνταξη της πρώτης εξιδανικευτικής βιογραφίας του, που παρέμεινε τελικά αδημοσίευτη και καταχωνιασμένη στο προσωπικό του αρχείο (για τη σχετική αποκάλυψη –και αναλυτική περιγραφή της– βλ. «Ο πρώτος βιογράφος του εθνάρχη», «Εφ.Συν.», 14.10.2017). Η αλληλογραφία των δύο ανδρών συνεχίστηκε σε φιλικότατους τόνους και μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Εξίσου εύγλωττη υπήρξε και η σύνθεση του ακροατηρίου των επίμαχων διαλέξεων: στην αίθουσα «Τερψιχόρη» του Χίλτον, μας πληροφορεί την επομένη της πρώτης απ’ αυτές η εφημερίδα του ομιλητή, έδωσαν το «παρών» ο πρωθυπουργός (των αποστατών) Στέφανος Στεφανόπουλος, ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «οι αντιπρόεδροι της Κυβερνήσεως κ.κ. Τσιριμώκος και Νόβας, ο τ. πρόεδρος της Βουλής κ. Ροδόπουλος, ο υπουργός κ. Βουρδουμπάς, οι πρώην υπουργοί κ.κ. Μακρής, Παπαληγούρας, Γεροκωστόπουλος, Βρανόπουλος, Βογιατζής, Μπουρνιάς, Κασιμάτης, Σταυρόπουλος, Καλαντζής, Μπούτος και Αθανασίου, οι βουλευταί κ.κ. Κ. Ράλλης, Ν. Αναγνωστόπουλος, Αχ. Καραμανλής, Ι. Βαρβιτσιώτης, […] ο αρχηγός της Αστυνομίας κ. Ε. Καραμπέτσος, ο αρχηγός της Χωροφυλακής κ. Παναγιωτακόπουλος, ο στρατηγός ε.α. κ. Θ. Τσακαλώτος, ο τ. αρχηγός της Αστυνομίας κ. Ρακιντζής, πολλαί άλλαι προσωπικότητες, καθηγηταί του Πανεπιστημίου, εκπρόσωποι του δημοσιογραφικού κόσμου και υπερχίλια ακόμη σημαίνοντα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας» («Απογευματινή», 5.3.1966). Στις επόμενες ομιλίες θα παρευρεθούν επίσης, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Βουλής Δ. Παπασπύρου, ο τέως αντιπρόεδρός της (και προπολεμικός ναζί) Ιάκωβος Διαμαντόπουλος, ο ΥΠΕΘΑ Σταύρος Κωστόπουλος, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, κ.ά.

Aριστερά η πρωτοσέλιδη προβολή των διαλέξεων του Σάββα Κωνσταντόπουλου από την εφημερίδα (5.3.1966) και δεξιά η υποδοχή τους από το μετριοπαθές κεντρώο περιοδικό «Ταχυδρόμος» (12.3.1966)

Από τη χρονική απόσταση μισού και πλέον αιώνα, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ωστόσο κυρίως η επιχειρηματολογία, οι δικαιολογίες και τα λεκτικά σχήματα που επιστρατεύτηκαν από τον Κωνσταντόπουλο, προκειμένου ο υποτιθέμενος «φόβος» της εκτροπής από τον κοινοβουλευτισμό να μετατραπεί διακριτικά σε ένθερμη αποδοχή της σαν «αναγκαίο κακό» ή και αναφανδόν «καλό». Η διάδοσή τους δεν περιορίστηκε άλλωστε στο φυσικό κοινό των διαλέξεων, ούτε στους αναγνώστες της εφημερίδας του, που δημοσίευσε εκτενή αποσπάσματά τους.

Το πλήρες κείμενό τους εκδόθηκε ταυτόχρονα σε βιβλίο, προκειμένου η σχετική ζύμωση να καταστεί όσο το δυνατόν ευρύτερη κι αποτελεσματικότερη. Αξίζει ως εκ τούτου να δούμε κάπως πιο αναλυτικά τα βασικά σημεία της, ως επετειακό αφιέρωμα της στήλης στην 57η επέτειο της εθνοσωτηρίου. Ευελπιστώντας, εννοείται, πως τούτη τη φορά η Ιστορία δεν πρόκειται να επαναληφθεί ούτε καν ως φάρσα – και πως ο αμφίσημος «φόβος» των τωρινών μιμητών του Σάββα για την «ανάγκη» υπέρβασης της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας θα αποδειχτεί τελικά μια περαστική σκέψη και μόνο.

Από ποιον κινδύνευε ποια δημοκρατία;

Το πρώτο χαρακτηριστικό των διαλέξεων του 1966 ήταν μια καταφανώς υποκριτική «αποστασιοποίηση». Αν και στέλεχος της σκληρής Δεξιάς, ο Σάββας Κωνσταντόπουλος υποδύθηκε τον αντικειμενικό παρατηρητή, εκδηλώνοντας –υποτίθεται– την ανησυχία του για το μέλλον των δημοκρατικών θεσμών. «Οι ομιλίες αυτές», διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου, «έχουν σκοπό να εξετάσουν με κάποια νηφαλιότητα ένα φλέγον πρόβλημα της πολιτικής επικαιρότητας. Θα επικαλεσθώ την πολιτική θεωρία, όπου νομίζω ότι μας βοηθεί να συλλάβουμε την βαθύτερη ουσία του ζητήματος. Αλλά η πρόθεσί μου είναι πρακτική, πολιτική. Θέλω, δηλαδή, να αναζητήσω ρεαλιστικούς τρόπους, ώστε να ξεπεράση η Δημοκρατία τη σημερινή κρίσι και να επιζήση. Είναι βέβαιο ότι οι σκέψεις μου θα προκαλέσουν αντιρρήσεις, επιφυλάξεις και αντιθέσεις. Στην πολιτική η ομοφωνία είναι αδύνατη, ακόμη και όταν η λογική και τα πράγματα την επιβάλλουν. Αλλά στις Δημοκρατίες οι δημόσιες υποθέσεις προάγονται με τη συζήτησι, με τον διάλογο» (σ. 3).

Αριστερά οι διαλέξεις του Σάββα Κωνσταντόπουλου σε βιβλίο. Δεξιά, ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος συγχαίρει τον ομιλητή
Αριστερά οι διαλέξεις του Σάββα Κωνσταντόπουλου σε βιβλίο. Δεξιά, ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος συγχαίρει τον ομιλητή

Εξίσου χαρακτηριστικό ήταν και το ξεκίνημα της πρώτης ομιλίας του: «Ο φόβος της δικτατορίας μάς βασανίζει από το 1944. Ο κίνδυνος να επιβληθή καθεστώς βίας από αυτή ή εκείνη την παράταξι, άλλοτε μας φαίνεται άμεσος και άλλοτε απομακρύνεται, ποτέ όμως δεν χάνεται εντελώς». Μετά δε τα Ιουλιανά του 1965, «η προοπτική για τις περαιτέρω εξελίξεις είναι τόσο σκοτεινή, ώστε να μην αποκλείεται κανένα ενδεχόμενο, ακόμη και το χειρότερο. Και χειρότερο χαρακτηρίζεται, πολύ σωστά, η δικτατορία» (σ. 9).

Μπορεί εκ των υστέρων να γνωρίζουμε πολύ καλά πως η καχεκτική δημοκρατία των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών κινδύνευε όντως από το βαθύ κράτος των εθνικοφρόνων, ο ομιλητής του Χίλτον είχε όμως πολύ διαφορετικά πράγματα κατά νου. Οπως οι σημερινοί μιμητές του εντοπίζουν το πρόβλημα στον διαχρονικό «λαϊκισμό» του εκλογικού σώματος, που δεν λέει να βάλει μυαλό και ν’ αποδεχτεί τη θέση του στην κοινωνία και την Ιστορία, έτσι κι ο Σάββας ως κίνδυνο θεωρούσε τα (μη δεξιά) πολιτικά κόμματα και την προπαγάνδα τους, που «οδηγεί στην άρνησι της Δημοκρατίας» (σ. 13). Πώς γινόταν αυτό; Μα, με την αναγνώριση της ύπαρξης ανταγωνιστικών συμφερόντων και ιδεών, στην οποία «ενυπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος να αναπτυχθή εγωισμός στις κοινωνικές ομάδες και τις κοινωνικές τάξεις, με αποτέλεσμα να απειληθή η συνοχή του συνόλου» (σ. 12) και να κλονιστεί η καθεστηκυία τάξη: «Στην αναγνώρισι του πολυκομματισμού ενυπάρχουν πολλοί κίνδυνοι. Είναι εύκολο να κατακερματίζωνται οι πολιτικές δυνάμεις ενός τόπου και, ως εκ τούτου, να μην είναι δυνατή σε δεδομένη στιγμή η εφαρμογή ενός προγράμματος, που το επιβάλλουν ζωτικές ανάγκες του παρόντος και βέβαιες προοπτικές του μέλλοντος. Ή να μην επιτυγχάνεται η τόσο απαραίτητη στην εποχή μας κυβερνητική σταθερότητα» (σ. 16).

«Από τη φύση της η Δημοκρατία είναι καθεστώς ασταθές», θα επαναλάβει ο ομιλητής λίγο αργότερα, αφού «γεννιούνται διαρκώς μέσα στους κόλπους της αποσυνθετικές δυνάμεις» (σ. 19). Η αστάθεια αυτή δεν συνιστά βέβαια πρόβλημα αυτή καθ’ αυτή, αλλά μονάχα όταν αφήνει περιθώρια ανάπτυξης στον εσωτερικό εχθρό: «Για να χαρακτηρισθή μια Δημοκρατία σαν σταθερή, χρησιμοποιείται το ακόλουθο κριτήριο: κανένα ολοκληρωτικό κόμμα να μην έφθασε ποτέ το 20% των ψήφων. Με το κριτήριο αυτό η Ελλάς κατατάσσεται στις ασταθείς Δημοκρατίες», αφού «το 1958 η ΕΔΑ, προσωπείο του Κομμουνιστικού Κόμματος, πήρε το 25% των ψήφων», το δε ΚΚΕ «εκφράζει στην Ελλάδα τη ροπή προς τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει ωρισμένα κοινωνικά στρώματα» (σ. 25). Στην υποθετική δε περίπτωση που η Αριστερά αποσπάσει ακόμη και πάνω από το 50%, η πλειοψηφία των εκλογέων «βγαίνει από τα πλαίσια της πολιτικής νομιμότητας» και «η Δημοκρατία έχει καθήκον να μην αναγνωρίση» αυτή την επιλογή της (σ. 126-7).

Στις δεδομένες συνθήκες του 1966, με το ποσοστό της ΕΔΑ να έχει υποχωρήσει γύρω στο 12%, ο κίνδυνος για τη «δημοκρατία» του βαθέος κράτους προερχόταν όμως από αλλού: από «τη βαθύτερη ροπή λαϊκών μαζών προς τον ολοκληρωτισμό και τη δικτατορία», τάση η οποία «σήμερα, εποχή του πανδημοκρατισμού, εκφράζεται με δημοκρατική φρασεολογία και με δημοκρατικούς τύπους» (σ. 29-30). Σαν «νέα απειλή για τη Δημοκρατία» ο ομιλητής περιγράφει έτσι την εκλογική νίκη του Κέντρου και την υποτιθέμενη «τάση» του «να μονοπωλήση την Εξουσία με την καταστρατήγησι των κανόνων που ρυθμίζουν τους ανταγωνισμούς των κομμάτων»· θεώρησε μάλιστα δεδομένο ότι «πρόθεσι» μιας «μερίδας της Ενώσεως Κέντρου» ήταν να επιβάλει «ουσιαστική δικτατορία, σκεπασμένη με τον δημοκρατικό μανδύα» (σ. 26).

Οι ισχυρισμοί αυτοί, που αμφισβητούσαν σε μια κυβέρνηση του 53% να διορίσει υπουργό Αμυνας της επιλογής της, είχαν φυσικά την ίδια σοβαρότητα με τις κραυγές του 2015-2019 περί ολοκληρωτισμού» της κυβέρνησης Τσίπρα. Οπως διαπιστώνουμε παρακάτω, σαν «καταστρατήγησι των κανόνων» του κομματικού παιχνιδιού ο Σάββας υπονοούσε κυρίως τις αποκαλύψεις της κυβέρνησης Παπανδρέου για τα οικονομικά σκάνδαλα και την εκλογική βία και νοθεία του Καραμανλή – στην ιδιόλεκτό του, «το τείχος του μίσους» που «ο κ. αρχηγός της Ενωσης Κέντρου έχτισε, για να διχάση τους Ελληνες, με τα ακάθαρτα υλικά που του κουβάλησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα και η Ακρα Αριστερά» (σ. 147).

Εξίσου οικεία ακούγεται σήμερα και η «προειδοποίησή» του πως «η Δημοκρατία είναι δυσχερέστατο να συμβιβασθή με την οικονομική ανάπτυξι», αφού «στη Δημοκρατία η κοινή γνώμη επηρεάζει την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων» και «πιέζει κατά κανόνα προς την κατεύθυνσι της ικανοποίησης κοινωνικών αιτημάτων σε βάρος της οικονομικής ανάπτυξης», «αξιώνοντας το άμεσο και αδιαφορώντας για το απώτερο». Με αποτέλεσμα, «σε πολλές περιπτώσεις [να] γεννιέται η ιδέα να θυσιασθή η Δημοκρατία, για να πραγματοποιηθή συντομώτερα με συγκεντρωτικό καθεστώς η προσέγγισι προς την ευημερία» (σ. 81-2). Σε ποιους ακριβώς «γεννιόταν» αυτή η ιδέα, κρίθηκε φυσικά περιττό να διευκρινιστεί.

«Προληπτικός» και «διαιτητικός» γύψος

Στις διαλέξεις του στο Χίλτον, ο μετέπειτα «θεωρητικός» της χούντας απέφυγε πάντως επιμελώς τη ρητή συνηγορία υπέρ της εκτροπής, αποδίδοντάς τη σε κάποιους άλλους: «Η υποστήριξι του Κομμουνιστικού Κόμματος προς την Ενωσι Κέντρου και οι παραχωρήσεις της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου προς το Κομμουνιστικό Κόμμα», ισχυρίστηκε, «φόβισαν ευρύτατα λαϊκά στρώματα, με αποτέλεσμα να αρχίση να καλλιεργήται στη σκέψι τους η ιδέα μιας προληπτικής δικτατορίας, δηλαδή μιας δικτατορίας που θα είχε για σκοπό να προλάβη την ουσιαστική κατάλυσι της Δημοκρατίας από την Ενωσι Κέντρου και τον εμφύλιο πόλεμο, που μοιραία θα ακολουθούσε την ανάπτυξι της κομμουνιστικής δύναμης» (σ. 26). Στο κλείσιμο πάλι των ομιλιών του, αποφάνθηκε πως «ο τόπος μας υποφέρει από αυτό που ονομάζουν στην πολιτική επιστήμη κρίση νομιμότητας. Η έννοια αυτή δεν έχει στενό νομικό περιεχόμενο. Είναι ψυχολογική. Σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν παραδέχεται ότι είναι νόμιμη ωρισμένη πολιτική κατάστασι. Η εθνικόφρων παράταξι π.χ. δεν συγκατατίθεται να κυβερνιέται ο τόπος από κυβέρνησι, που κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο έχει τη βοήθεια της Ακρας Αριστεράς ή κάνει επικίνδυνες παραχωρήσεις προς αυτήν […]. Τα συνταγματικά επιχειρήματα και οι συλλογισμοί δεν έχουν βαρύτητα ούτε απήχησι, όταν στη συνείδησι μιας αξιόλογης πολιτικής παράταξης κυριαρχήση η ιδέα ότι δημιουργήθηκε καθεστώς ουσιαστικά παράνομο, αφού ζημιώνει εθνικά συμφέροντα και γεννά τις προϋποθέσεις ή του εμφυλίου πολέμου ή του στραγγαλισμού της Δημοκρατίας» (σ. 114-5).

Από τις «διαπιστώσεις» αυτές μέχρι την έμμεση συνηγορία, δεν ήταν παρά δυο ρητορικά σχήματα δρόμος. Με την υποκριτική, πάντα, διαβεβαίωση πως ο ίδιος ο ομιλητής «φοβόταν» τα… συμπεράσματά του:

«Φοβούμαι τη Δικτατορία. Τη φοβούμαι, γιατί κατά κανόνα η δικτατορία διαρκεί. […] Γιατί πολλές φορές ο λαός την επιθυμή και ο λαός την επιβάλλει. […] Γιατί πολλές φορές την καθιστούμε αναπόφευκτη εμείς οι ίδιοι με τις πράξεις μας και ενώ δεν είναι αυτός ο σκοπός μας. […] Και όταν η δικτατορία καθίσταται αναγκαία, είτε από σφάλματα του πολιτικού κόσμου είτε από άλλες εξαιρετικές συνθήκες, νομιμοποιείται στην κοινή συνείδησι. Η αναγκαιότητα κάνει τη δικτατορία χρήσιμη. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε ότι κάθε δικτατορία είναι κακή. Υπάρχουν και δικτατορίες ωφέλιμες […] είτε γιατί πρόλαβαν χειρότερα δεινά είτε γιατί παραμέρισαν εμπόδια που αναχαίτιζαν την οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Η ανεπάρκεια ενός δημοκρατικού καθεστώτος οδηγεί μοιραία πολλές φορές στη δικτατορία» (σ. 27-31).

Για όσους είχαν ίσως μπερδευτεί απ’ αυτή τη διγλωσσία, ο διευθυντής της καραμανλικής εφημερίδας φρόντισε πάντως να ξεκαθαρίσει, έναν ολόκληρο χρόνο πριν από το παπαδοπούλειο θεώρημα περί «γύψου», πως «η ανάπτυξι αντιδημοκρατικών αισθημάτων και ολοκληρωτικού φανατισμού σε μεγάλες λαϊκές μάζες, ίσως δε και στην πλειοψηφία του λαού, καθιστά τη δικτατορία το μόνο μέσο, προσωρινής χρήσης, για να αποφευχθή η οριστική και μόνιμη κατάλυσι της Δημοκρατίας. Είναι η περίπτωσι που ο δημοκράτης καταφεύγει στη δικτατορία, για να εξασφαλίση τη σύντομη επάνοδο της Δημοκρατίας, αφού εν τω μεταξύ παραμερισθή θανάσιμος κίνδυνος εναντίον της» (σ. 31-2). Για πιο φιλειρηνικά γούστα, διέγνωσε δε ακόμη «και το ενδεχόμενο μιας διαιτητικής δικτατορίας, που θα θελήση να ματαιώση την επιβολή της μιας παρατάξεως επί της άλλης, θα τις χωρίση, θα σταθή έξω και πάνω απ’ όλους και θα περιμένη να συνέλθουν, να αλλάξουν μυαλά, να απαλλαγούν από τα πάθη και τους φανατισμούς της στιγμής, για να θέση και πάλι σε κίνησι τους θεσμούς της Δημοκρατίας» (σ. 26-7).

Η γκιλοτίνα και το έθνος

Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, η δικτατορία δεν αποτελούσε μονόδρομο ούτε για τον Σάββα· αρκεί ο εσωτερικός εχθρός να κατέθετε οικειοθελώς τα όπλα, προτού μαρσάρουν οι κινητήρες των τανκ. «Η εσωτερική κρίσι θα πρέπει να διευθετηθή πριν στηθούν οι κάλπες», ξεκαθάρισε ευθαρσώς. «Εάν βαδίζαμε προς τη λαϊκή ετυμηγορία με τα σημερινά δεδομένα, η κάλπη θα έπαιρνε τη μορφή της γκιλοτίνας, για να καρατομήση αυτήν ή εκείνη την πολιτική παράταξι. Δεν μπορεί λοιπόν να βγη από τις κάλπες με τους όρους αυτούς λύσι στο πολιτικό μας αδιέξοδο, όταν μάλιστα οι πολίτες είναι, όπως συμβαίνει τώρα, τυφλωμένοι από τα πάθη και ανίκανοι να σκεφθούν νηφάλια, τόσο για το δικό τους συμφέρον όσο και για το καλό του τόπου» (σ. 115-6).

Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διατήρηση του κοινοβουλευτισμού, διευκρίνισε, ήταν:

Η ολοκληρωτική «απομόνωσι της Αριστεράς» από «τα εθνικά κόμματα», που όφειλαν να συμφωνήσουν «ότι κάθε μορφής επαφή, συνεργασία, σύμπραξι και συναλλαγή» μαζί της «βοηθά τους εχθρούς του Εθνους και της Δημοκρατίας, είναι αθέμιτη και πρέπει να αποκλείεται» (σ. 119).

Η απουσία ελέγχου του στρατού από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις (σ. 133-8)

Η προληπτική κοινή διακήρυξη «των εθνικών και δημοκρατικών κομμάτων» ότι «προηγούνται τα προβλήματα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και της προσαρμογής των πολιτικών μας θεσμών στις νέες πραγματικότητες» και δεν πρόκειται «να επηρεασθούν από τις στιγμιαίες αντιδράσεις της κοινής γνώμης» στα όποια επίπονα μέτρα (σ. 138-9).

Ο συνταγματικός περιορισμός των εξουσιών της Βουλής, ώστε «να μπορή η κυβέρνησι να είναι αποτελεσματική, αποδοτική» (σ. 140), με το σκεπτικό πως «η Δημοκρατία ταυτίσθηκε με την ασυδοσία» και «η λαϊκή ψήφος πήρε σε πλείστες περιπτώσεις την έννοια όπλου του εκλογέα, για να εκβιάζη το βουλευτή ή να εκδικείται την Πολιτεία» (σ. 141).

Διακομματική συναίνεση για την Παιδεία, που «πρέπει πρώτα να είναι ελληνική, εθνική, πατριωτική», με αποκλεισμό όσων ιδεών «μπορούν βέβαια να κυκλοφορούν ελεύθερα στην κοινωνία μας, αφού έχουμε Δημοκρατία, αλλά δεν έχουν καμμία θέσι στην Παιδεία» (σ. 143-4). Η δικαιολόγηση αυτού του όρου ακούγεται, κι αυτή, εξαιρετικά οικεία: «Στον τόπο μας παρατηρείται το περίεργο φαινόμενο να συγχέεται η προοδευτικότητα με μια αντιπάθεια προς τον πατριωτισμό […]. Αυτή η ψυχοσύνθεσι έχει εισχωρήσει μέσα στην Παιδεία και έχει κυριέψει τη συνείδησι και αρκετών εκπαιδευτικών. Είναι καιρός να τεθή τέρμα σ’ αυτή την κατάστασι» (σ. 144).

«Αν τα κόμματα δεν συμφωνήσουν» μ’ αυτό το πλαίσιο, κατέληξε ο ομιλητής, «η Δημοκρατία δεν θ’ ανθέξη στη δοκιμασία» (σ. 145). Δυόμισι χρόνια μετά, στις 11 Αυγούστου 1968, ο ίδιος θα ενημερώσει τους αναγνώστες του πως ήδη από το 1958 «είχε εκτιμήσει την σκέψιν» του Γεωργίου Παπαδόπουλου, όταν οι δυο τους συνεργάστηκαν στο «αφανές» επιτελείο του καραμανλικού παρακράτους.

Πηγές Άρθρων

Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.



Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!

You May Also Like

ΚΟΣΜΟΣ

Ομαδικές αγωγές ελλήνων ξενοδόχων κατά της Booking προανήγγειλε ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος Αλέξανδρος Βασιλικός, μιλώντας από το βήμα της 12ης Γενικής Συνέλευσης...

ΚΟΣΜΟΣ

Τηλεφωνική συνομιλία είχαν ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν και ο τούρκος ομόλογός του Ταγίπ Ερντογάν. Συζήτησαν θέματα διμερούς συνεργασίας στο εμπόριο και την...

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τα υπό κατασκευή εργοστάσια της BMW και της BYD στην Ουγγαρία, αναμένεται να είναι σε θέση να αρχίσουν την παραγωγή αυτοκινήτων, στο δεύτερο εξάμηνο του 2025, σύμφωνα με...

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κανείς ίσως δεν θα μπορούσε να υπηρετήσει καλύτερα τα «Trumponomics», δίχως μάλιστα να προκαλέσει τις αγορές, από τον Σκοτ Μπέσεντ, έναν τιτάνα των hedge...