Βαμβακάρης, Θεοδωράκης, Κωνσταντινίδης, Μητρόπουλος, Ξενάκης, Ξένος, Γ.Α. Παπαϊωάννου, Σισιλιάνος, Σκαλκώτας, Τσιτσάνης, Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος. Τι τους συνδέει; Οι πρώτοι έντεκα φιλοξενούνται στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα, στην οδό Κριεζώτου 3, στημένη από τον ιστορικό διευθυντή του μουσείου, Άγγελο Δεληβορριά, σχεδόν «διατηρητέα» σήμερα. Η έκθεση εστιάζει στην καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία στην Ελλάδα μεταξύ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Δικτατορίας.
Η πρωτότυπη δράση «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε…» αποτελεί πρωτοβουλία του νεοσύστατου Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, εγκαινιάζοντας μια στενότερη συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη. Στο πλαίσιο αυτό συνομιλήσαμε με την επιμελήτρια της έκθεσης Ερατώ Κουτσουδάκη, τον Γιώργη Μαγγίνη, Επιστημονικό διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, τον Ορέστη Τσακαλώτο, Πρόεδρο του Qualco Foundation και τη Ρενάτα Δαλανιούδη, Επιστημονική Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς (ΙΕΜΚ) και Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
— Τι έρχεται να προσφέρει αυτή η έκθεση; Και ποια ήταν η πηγή έμπνευσης;
Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι δεν πρόκειται για έκθεση με την παραδοσιακή έννοια αλλά για μια μουσειακού χαρακτήρα παρέμβαση, που έρχεται να εμπλουτίσει μεν, να παρεισφρήσει δε, στη μόνιμη έκθεση της Πινακοθήκης Γκίκα, όπου παρουσιάζονται εκπρόσωποι της πνευματικής και καλλιτεχνικής Ελλάδας από τα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως τη Δικτατορία. Το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς μας ζήτησε να σκεφτούμε κάτι που θα αναδείκνυε τη μουσική διάσταση των πλούσιων εκθεμάτων των τεσσάρων ορόφων στην οδό Κριεζώτου 3.
Και εμείς σκεφτήκαμε να ασχοληθούμε με τους έντεκα συνθέτες μουσικής που περιλαμβάνονται στους σχεδόν 200 «ενοίκους» του κτιρίου. Γιατί αυτοί οι έντεκα; Γιατί για πολλούς (και κυρίως δικούς του) λόγους αυτούς επέλεξε ο Άγγελος Δεληβορριάς, ο αείμνηστος Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη. Υπήρξε ο εμπνευστής και δημιουργός αυτής της συλλογής, που μάλλον πια έχει και κάπως «διατηρητέο» χαρακτήρα.
«Πρόκειται για μια παρέμβαση που έχει πλήρη επίγνωση ότι λειτουργεί αποσπασματικά και παραδειγματικά. Δεν επιχειρεί να εξαντλήσει το θέμα. Θέλει να σε προκαλέσει να ψάξεις περισσότερα. Να βγεις από την Πινακοθήκη και να χαθείς μέσα στις πλατφόρμες μουσικής και τις πληροφορίες του διαδικτύου. Να σου εντυπωθούν μελωδίες στο μυαλό και να τις σιγοτραγουδάς για ώρες».
Ποια ήταν η πρόθεσή μας; Χωρίς καθόλου να αλλοιώσουμε τη μορφή, τη δομή και το περιεχόμενο της μόνιμης έκθεσης, να γνωρίσουμε καλύτερα τους συνθέτες, να μπορούν οι επισκέπτες να ακούν δείγμα της μουσικής τους, να μπορέσουμε να ενισχύσουμε την παρουσία τους στο χώρο, πέρα από τον μικρό – αναγκαστικά – χώρο και τα ενδεικτικά -αναγκαστικά – εκθέματα που απαρτίζουν την προθήκη καθενός.
Στην πορεία βέβαια, ανακαλύψαμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, που ελπίζουμε να φανούν ενδιαφέροντα και στους επισκέπτες. Όπως, για παράδειγμα, το πόσο στενά συνδεδεμένοι ήταν οι περισσότεροι από τους έντεκα μεταξύ τους και πόσο πυκνά και πολυεπίπεδα δημιουργικά δίκτυα υπήρχαν μεταξύ των συνθετών αυτών και πολλών άλλων «ενοίκων» της Πινακοθήκης, όπως ποιητών, σκηνοθετών, χορογράφων, ζωγράφων κ.λπ. Ανακαλύψαμε εκ νέου πόσο «διεθνείς» έχουν υπάρξει και ίσως συνεχίζουν να είναι, αρκετοί από αυτούς.
Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης στην Νέα Υόρκη. Δωρεά ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, αρχείο Μάριο Βίττι. Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα
Αυτό, για παράδειγμα, είναι μια συναίσθηση που ίσως δεν έχουμε επαρκώς εμείς, εδώ στην Ελλάδα. Και τέλος, πόσο το έργο αρκετών εκ των έντεκα συνεχίζει να τροφοδοτεί νέους δημιουργούς, που το επανεπισκέπτονται και το μεταβολίζουν με τη γλώσσα της δικής τους γενιάς. Όλα αυτά ευελπιστούμε να τα ανακαλύψουν μαζί μας και οι επισκέπτες, ο καθένας με τον τρόπο του, αντλώντας από τις προσωπικές του αναφορές και με τον ρυθμό που επιθυμεί. Γενικά, πρόκειται για μια παρέμβαση που έχει πλήρη επίγνωση ότι λειτουργεί αποσπασματικά και παραδειγματικά. Δεν επιχειρεί να εξαντλήσει το θέμα. Θέλει να σε προκαλέσει να ψάξεις περισσότερα. Να βγεις από την Πινακοθήκη και να χαθείς μέσα στις πλατφόρμες μουσικής και τις πληροφορίες του διαδικτύου. Να σου εντυπωθούν μελωδίες στο μυαλό και να τις σιγοτραγουδάς για ώρες.
Να πάρεις μαζί σου φράσεις που – νομίζω – έχουν ένα ενδιαφέρον, ως σκέψεις σημαντικών δημιουργών. Να προβληματιστείς εν τέλει για το πόσο πλούσια είναι η ελληνική μουσική κληρονομιά, που έρχεται να θεραπεύσει το νεόκοπο ομώνυμο Ινστιτούτο. Και το Μουσείο Μπενάκη να πειραματιστεί μαζί μας σε νέους τρόπους να ερμηνεύσουμε αυτό τον μαγικό, πυκνό, κρυμμένο κόσμο που φιλοξενεί η όμορφη πολυκατοικία της Κριεζώτου 3, κάτω από το εξίσου όμορφο, μοναδικό διαμέρισμα και ατελιέ του σημαντικού ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα.
— Μέσα από αυτήν την πρωτότυπη ιδέα αναδεικνύονται οι πολλαπλές εκδοχές της ελληνικότητας. Εσείς ποιες σκέψεις κάνατε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της δράσης;
Δε σας κρύβω ότι παρακολουθώ το δημόσιο διάλογο και γνωρίζω ότι λέξεις όπως η «ελληνικότητα» έχουν ένα μεταβαλλόμενο πρόσημο σήμερα. Το ζήτημα των ταυτοτήτων είναι ίσως πάντα επίκαιρο, όμως σήμερα μας απασχολούν άλλες ταυτότητες πιο πολύ από την εθνική. Ταυτόχρονα, ίσως δε συνειδητοποιούμε ότι και οι Αλβανοί μιλούν για αλβανικότητα με το ίδιο πάθος για τις αναφορές και τις ρίζες τους, και οι Ιταλοί για ιταλικότητα κ.ο.κ. Επομένως, πώς να μιλήσεις για την ελληνικότητα και γιατί θα αναρωτιόταν κανείς.
Όμως, όταν ερευνούσαμε στο γραφείο, το ατελείωτο αρχειακό υλικό, κυρίως το μουσικό, είτε επρόκειτο για τον Νίκο Σκαλκώτα, είτε για τον Μάρκο Βαμβακάρη, αισθανόμασταν ότι παρά το μουσικό γούστο του καθένα, υπάρχει κάτι σε όλους αυτούς τους ήχους (μαζί), που κάπως κυλά στις φλέβες μας – υποδορίως. Και από την άλλη, αν αναζητήσεις το λόγο ενός εκάστου των δημιουργών, γρήγορα παρατηρείς ότι όλοι μιλούν για τις καταβολές τους, το πώς η Ελλάδα υπάρχει στο έργο τους. Εμείς δεν είχαμε παρά να τους ακούσουμε και κατόπιν να τους δώσουμε το βήμα να (ξαν)ακουστούν.
Νίκος Σκαλκώτας, 36 Ελληνικοί χοροί, 1933-1935, χειρόγραφο. Δωρεά Νίκου Σκαλκώτα, Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα
Παρόλα αυτά δε θα στεκόμουν στην έννοια της ελληνικότητας μόνο. Η παρέμβαση που επιχειρούμε αναδεικνύει πιστεύω πολλά ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία και ένα από αυτά, για μένα, είναι η ιδέα της δικτύωσης, του «οικοσυστήματος» που δημιουργείται στον πολιτισμό. Η γενιά αυτή, που δημιούργησε ας πούμε συμβατικά από το ’30 ως το ’60, άφησε ένα αποτύπωμα που είναι ευρύτερο του αθροίσματος των επιμέρους στοιχείων της. Θυμάμαι πάντα τα λόγια του Στάθη Καλύβα, σε ένα ωραίο του άρθρο στις 21.01.24, που διατύπωσε την άποψη ότι ο πολιτισμός είναι καρπός ενός τέτοιου οικοσυστήματος και η μεγάλη του δύναμη και αξία βρίσκεται στο πώς διαμορφώνει αλλά και εκφράζει την ταυτότητά μας.
Ήμουν πολύ σκεπτική σε σχέση με τη νεότερη γενιά, στην οποία θα ήθελε να απευθυνθεί η παρέμβαση αυτή. Γιατί να την αφορούν ακόμα ακούσματα που μετρούν τόσες πολλές δεκαετίες στην πλάτη τους; Που είναι των παππούδων ή και των προπαππούδων τους ακούσματα; Και μετά συνειδητοποιήσαμε ερευνώντας ότι ο Σκαλκώτας και ο Ξενάκης «παίζονται» ακόμα, διεθνώς και εντατικά. Οι ερμηνευτές αναζητούν να τους αποκωδικοποιήσουν υπό νέο κάθε φορά πρίσμα. Ο Κωνσταντινίδης ή αλλιώς Γιαννίδης δίνει τροφή σε drag ορατόριο, τον Χατζιδάκι «πειράζει» η πολύ νεαρή Nalyssa Green. Όπως εξάλλου τον Τσιτσάνη είχε πειράξει ο Σκαλκώτας εν μέσω Κατοχής…Και αναφέρω μόνο μερικά από τα παραδείγματα, που κρύβει η παρέμβασή μας, αφήνοντας τους επισκέπτες μας να ανακαλύψουν το βάθος των σχέσεων.
Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ και στον τίτλο που επιλέχθηκε. «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε…». Πρόκειται για φράση δανεισμένη από κείμενο του Μένη Κουμανταρέα και επιλέχθηκε όχι μόνο γιατί εμπλέκει τον Δημήτρη Μητρόπουλο με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, διήγημα εξαιρετικό που σας προτρέπω να το αναζητήσετε στο βιβλίο του «Το show είναι των Ελλήνων». Αλλά και γιατί η γλώσσα έχει μια άυλη δύναμη, λέει πράγματα ανάμεσα στα κενά και τις παύσεις, μεταφέρει την αίσθηση της εποχής της.
Για τις ανάγκες της παρέμβασης, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μια εφαρμογή για έξυπνα κινητά τηλέφωνα από την Interactive Light Designs. Σκανάροντας το πορτρέτο κάποιων από τους «ενοίκους» της μόνιμης έκθεσης, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν επιπλέον περιεχόμενο, που αναδεικνύει τις σχέσεις των δημιουργών αυτών με τους 11 συνθέτες και να ακούσουν πολλή μουσική.
Ας φανταστούμε λοιπόν την Ελένη Ουράνη να υποδέχεται στο σαλόνι της, στην πλατεία Συντάγματος, λίγα μέτρα μακριά από την Κριεζώτου, μια συντροφιά εκπροσώπων της πνευματικής και καλλιτεχνικής Αθήνας του μεσοπολέμου, σε μια βραδιά που ο νεαρός πιανίστας, συνθέτης και μαέστρος Μητρόπουλος θα παρουσιάσει τη μελοποίηση που ετόλμησε σε ποιήματα ερωτικά του Αλεξανδρινού ποιητή, του οποίου είχε πρώτα γραπτώς αποσπάσει την άδεια, τον συναντούσε δε σ’ εκείνο το σαλόνι για πρώτη και τελευταία φορά δια ζώσης… Να, ένα τέτοιο μεγάλο σαλόνι αισθάνομαι ότι είναι η Κριεζώτου, ίσως λίγο σιωπηλό για τους καιρούς μας, πάντα όμως επίκαιρο, αν σταθείς λίγο να παρατηρήσεις και να αφουγκραστείς, να αποκωδικοποιήσεις. Και με τον Καβάφη σε …έναν ρόλο – έκπληξη!
— Πείτε μας λίγα λόγια και για το μέρος του έργου του Σταύρου Ξαρχάκου, μιας εμβληματικής προσωπικότητας του σύγχρονου μουσικού μας πολιτισμού.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος. Νομίζω για πολλούς ένας θρύλος. Ακμαιότατος και δημιουργικός. Με το έργο του συνομίλησε ουσιαστικά με τόσους και τόσους εκ των «ενοίκων», συναδέλφους του συνθέτες και σημαντικούς ποιητές. Με ζωγράφους και με σκηνοθέτες. Και που επίσης το αποτύπωμα του έργου του μοιάζει υποσυνείδητα να κυλά μέσα από το δέρμα πολλών εξ ημών. Οπότε πώς είναι δυνατόν να έλειπε; Θα μου πείτε, δεν είναι ο μόνος. Και θα σας απαντήσω ευθύς, ότι επιλέχθηκε ως ο πρώτος μιας δυνάμει σειράς επόμενων σημαντικών συνθετών, με μια «έκθεση μέσα στην έκθεση», που φιλοξενείται στο χώρο των περιοδικών εκθέσεων, στο ισόγειο της Πινακοθήκης, με την πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς.
Για την ακρίβεια ούτε εδώ πρόκειται για έκθεση με τους παραδοσιακούς όρους. Περισσότερο νομίζω πρόκειται για μια μουσειακή εγκατάσταση, που στοχεύει στο να συστήσει τον Ξαρχάκο στο κοινό σε πρώτο πρόσωπο και φωτίζοντας πτυχές του που τον συνδέουν με τη θεματική του χώρου. Έτσι, έχουμε την ευκαιρία να τον παρακολουθήσουμε σε μια κάπως βιωματική προβολή, να ξετυλίγει τη σκέψη και τις αναμνήσεις του για τη συνεργασία και τη συμπόρευσή του με τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, τον Θεοδωράκη, τη Μερκούρη αλλά και να αναπολεί περιστατικά από τις σπουδές του στη Γαλλία και την Αμερική, να μιλά για τη συμφωνική του μουσική, για την ουσία όσων έζησε και για τις τωρινές του ενασχολήσεις.
Μαζί, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε για πρώτη φορά σημαντικά τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του, πριν αυτά πάρουν το δρόμο τους για τη δημιουργία ενός αρχείου. Και όσοι γνωρίζουν από αρχεία, γνωρίζουν και πόσο σημαντική είναι αυτή η στιγμή: που ο ίδιος ο δημιουργός επιμελείται, τεκμηριώνει και φροντίζει το αρχείο του. Οι επισκέπτες λοιπόν στη δράση μας, θα γίνουν μάρτυρες αυτής της πρώτης στιγμής πριν γεννηθεί ένα αρχείο. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι θα ανιχνεύσουν νομίζω εύκολα τα αόρατα νήματα που συνδέουν τον Σταύρο Ξαρχάκο με τη γενιά δημιουργών που φιλοξενούνται «στους επάνω ορόφους», νήματα δυνατά και ιδιαίτερα, σαν το δίχτυ στο τραγούδι του Ρεμπέτικου.
«Σε πότισα ροδόσταμο», παρτιτούρα, ποίηση Νίκου Γκάτσου, μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Δωρεά Αγαθής Δημητρούκα, Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα
— Ποιος είναι ο στόχος σας όσον αφορά τους επισκέπτες μέσα από τη μουσειακή παρέμβαση με τίτλο «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε». Και πως συμπλέκεται με τους άλλους ενοίκους της Πινακοθήκης;
Δύο νομίζω είναι οι στόχοι μας. Ο πρώτος είναι να νιώσει κανείς τη μουσική σε κάθε του βήμα μέσα στο χώρο. Να σιγομουρμουρίσει. Να το ζήσει. Και αν θελήσει, να ψάξει μετά παραπάνω. Βοηθά πολύ σ’ αυτό και η ψηφιακή εφαρμογή που έχουμε ετοιμάσει και που κανείς μπορεί να την κατεβάσει και να εξερευνήσει τα δίκτυα μεταξύ μουσικών και άλλων, μόνο όσο βρίσκεται στο χώρο. Γι’ αυτό και νομίζω ότι ένας νεότερος άνθρωπος ίσως βρει μεγάλο ενδιαφέρον και οικείους τρόπους.
Ο δεύτερος είναι να επιστρέψει. Να επιστρέψει σ’ αυτό τον θησαυρό που κρύβεται στην οδό Κριεζώτου στον αριθμό 3 και να σταθεί σε άλλους κάθε φορά, από τους σχεδόν 200 που φιλοξενούνται εκεί. Με αφορμή και εργαλείο αυτή τη μουσειακή παρέμβαση, με αφορμή την ευκαιρία που μας προσφέρει το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, να αναζητήσει τις ιστορίες που έχουν να πουν όλοι οι σημαντικοί δημιουργοί και διανοητές της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου Μπενάκη / Πινακοθήκης Γκίκα. Και βέβαια, ας μην ξεχάσει κανείς να ανέβει ως τον 4ο και 5ο όροφο για μια επίσκεψη – εμπειρία στο μοναδικό σπίτι του ζωγράφου.
Ρενάτα Δαλιανούδη
Επιστημονική Διευθύντρια του ΙΕΜΚ
Η Ρενάτα Δαλιανούδη, Επιστημονική Δ/ντρια του Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς (ΙΕΜΚ) και Αν. Καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο είπε για την έκθεση: «Το ΙΕΜΚ αποσκοπεί στη δημιουργία ενός Ηλεκτρονικού Μητρώου Αρχείων, ελεύθερης πρόσβασης, όπου αναδεικνύονται οι φορείς, τα μουσεία, οι συλλογές που διαθέτουν μουσικά τεκμήρια. Στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το Μουσείο Μπενάκη διοργανώνει αυτήν την πρωτότυπη έκθεση, στο εμβληματικό κτήριο της Πινακοθήκης Γκίκα, για την ανάδειξη 11 μουσικών προσωπικοτήτων (Βαμβακάρης, Θεοδωράκης, Κωνσταντινίδης/ Γιαννίδης, Μητρόπουλος, Ξενάκης, Ξένος, Παπαϊωάννου, Σισιλιάνος, Σκαλκώτας, Τσιτσάνης, Χατζιδάκις), περίπου της ίδιας γενιάς αλλά με διαφορετική μουσική γλώσσα, που καθόρισαν την πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. Ο Σταύρος Ξαρχάκος συνομιλεί με τους 11, με αντιπροσωπευτικό έργο για το ελληνικό τραγούδι, τη θεατρική και κινηματογραφική μουσική. Σκοπός της έκθεσης η ανάδειξη των 11+1 προσωπικοτήτων και τη διάχυση του έργου τους».
Γιώργης Μαγγίνης
Επιστημονικός διευθυντής Μουσείου Μπενάκη
«Εάν τα μουσεία έχουν ως κύρια αποστολή τους τη διατήρηση της μνήμης, τότε έχουν εστιάσει υπερβολικά στην όραση. Η αξιοποίηση των υπόλοιπων αισθήσεων, που με μεγαλύτερη ακρίβεια αποτυπώνουν το ατομικό ή συλλογικό βίωμα –της ακοής, της αφής, της όσφρησης, της γεύσης–, είναι μια από τις προκλήσεις της μουσειολογικής πρακτικής τον 21ο αιώνα. Ας αναλογιστούμε τη χρήση της αφής μέσα από εκθέματα που το κοινό καλείται να αγγίξει και της όσφρησης, π.χ., με την ανασύσταση του αρώματος των γαντιών ενός βασιλιά στο Prado της Μαδρίτης. Η έκθεση που ανοίγει στις 25 Απριλίου ζωντανεύει μέσα από τη μουσική τη μόνιμη έκθεση της Πινακοθήκης Γκίκα, ενός μουσείου αφιερωμένου στη δημιουργική δράση των εκπροσώπων του ελληνικού μοντερνισμού. Νομίζω, λοιπόν, πως ήρθε όντως η ώρα να τους ακούσουμε – να αισθανθούμε, να αναπολήσουμε, να μάθουμε».
Ορέστης Τσακαλώτος
Πρόεδρος του Qualco Foundation
Ο κ.Ορέστης Τσακαλώτος, Πρόεδρος του Qualco Foundation επισημαίνει ότι «στο Qualco Foundation πιστεύουμε στις ουσιαστικές συνεργασίες – και είναι μεγάλη μας χαρά που η έκθεση «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ακούσουμε…» υλοποιείται στην Πινακοθήκη Γκίκα, με συνδιοργανωτή το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς. Ξεκίνησε από μία ιδέα, ως μία προσπάθεια να αναδείξουμε την ελληνική μουσική κληρονομιά και να καταστήσουμε προσιτή την ελληνική μουσική δημιουργία, να γνωρίσουμε καλύτερα προσωπικότητες της μουσικής ιστορίας μας και να ανακαλύψουμε την ματιά τους, να ξαναδούμε το έργο τους. Ο σκοπός αυτός άλλωστε, η προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομίας μας, αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία του οράματός μας στο Qualco Foundation, διότι μόνο έτσι μπορούμε να πορευτούμε και στο μέλλον μας, και συνεπώς η έκθεση αυτή είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της δράσης μας».
Οι συντελεστές της έκθεσης
Η ιδέα και επιμέλεια της έκθεσης ανήκει στη μουσειολόγο Ερατώ Κουτσουδάκη. Επιστημονική υπεύθυνη του συνόλου της δράσης ως επιστημονική διευθύντρια του ΙΕΜΚ, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μουσικής και Οπτικο-ακουστικού Πολιτισμού, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ρενάτα Δαλιανούδη. Επιστημονικοί συνεργάτες της επιμελήτριας ανέλαβαν οι μουσικολόγοι Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, Δ/ντης του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», Στεφανία Μεράκου, Δ/ντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» και Βάλια Βράκα, υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής του ίδιου φορέα.
Για την έρευνα και τεκμηρίωση του αρχειακού υλικού και στο σχεδιασμό της δράσης, συνεργάστηκε η μουσειολόγος Ευγενία Ευθυμιάδου. Η δημιουργία των μικρών ταινιών ανήκει στo Abnormal Studio, η οπτική ταυτότητα της έκθεσης στο δημιουργικό γραφείο Schema, ενώ η σκηνοθετική επιμέλεια της προβολής Ξαρχάκου ανήκει στον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη. Η ψηφιακή εφαρμογή «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε» αναπτύχθηκε από την Ιnteractive Light Designs. Ιδιαίτερες ευχαριστίες για τη συμβολή του ανήκουν στον επιστημονικό επιμελητή της Πινακοθήκης Γκίκα, Κωνσταντίνο Παπαχρίστου. Την παραγωγή της δράσης ανέλαβε για λογαριασμό του ΙΕΜΚ η Delta-Pi Productions.
Η έκθεση ανοίγει για το κοινό την Πέμπτη 25 Απριλίου και θα διαρκέσει έως την Κυριακή 21 Ιουλίου 2024. Με αφορμή την έκθεση αυτή το ωράριο λειτουργίας της Πινακοθήκης Γκίκα αλλάζει και διαμορφώνεται ως εξής: Πέμπτη 10:00 – 22:00, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή 10:00-18:00.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!