Της Βάσως Αγγελέτου
Τρεις μήνες χωρίζουν τις τέσσερις συστημικές τράπεζες από τη διανομή μερίσματος στους μετόχους τους -για πρώτη φορά μετά από το 2008- στον απόηχο μιας διετίας ισχυρών κερδών και επιτυχημένων συναλλαγών αποεπένδυσης από το ΤΧΣ.
Ωστόσο, η πορεία έως τις ετήσιες γενικές συνελεύσεις τον προσεχή Ιούνιο, όπου οι τραπεζικές διοικήσεις θα ανακοινώσουν το τελικό ποσοστό που θα διανεμηθεί από τα κέρδη του 2023, δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Και αυτό, διότι το ποσοστό των διανεμηθέντων κερδών θα περάσει από την “κρισάρα” του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) ο οποίος θα πρέπει να αξιολογήσει πρώτα τόσο τα οικονομικά μεγέθη του 2023, όσο και τα κεφαλαιακά πλάνα σε βάθος τριετίας.
Τα κριτήρια για την απόφαση του Επόπτη έχει προσδιορίσει αναλυτικά σε συνέντευξή της στο Capital.gr το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Elizabeth McCaul. Όπως ανέφερε, “η όποια απόφαση [για τη διανομή μερισμάτων] θα πρέπει να ληφθεί μόνο όταν θα υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα για τις επιδόσεις του 2023. Θα ληφθούν επίσης υπόψη ο σχετικός τριετής κεφαλαιακός προγραμματισμός και η αξιολόγηση των επικαιροποιημένων σεναρίων και των διαθέσιμων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας”.
Στη Φρανκφούρτη από εχθές τα capital plans
Στα χέρια του Επόπτη βρίσκονται από εχθές Κυριακή 31 Μαρτίου -οριστική ημερομηνία υποβολής- τα capital plans των τεσσάρων συστημικών ιδρυμάτων. Η εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας κεφαλαίου (ICAAP) θα διαρκέσει έως δύο μήνες και εντός Μάϊου ο SSM θα ανακοινώσει τις αποφάσεις του στις τέσσερις διοικήσεις, οι οποίες πάντως δεν θα γίνουν γνωστές στους μετόχους νωρίτερα από τις ημερομηνίες δδιεξαγωγής των Τακτικών Ετήσιων Γενικών Συνελεύσεων.
Σύμφωνα με τον κανονισμό του SSM αναφορικά με την εν λόγω διαδικασία, “πέραν ενός επαρκούς ποσοτικού πλαισίου για την εκτίμηση της επάρκειας κεφαλαίου, ένα ποιοτικό πλαίσιο πρέπει να διασφαλίζει την ενεργή διαχείριση της επάρκειας κεφαλαίου. Αυτό περιλαμβάνει την παρακολούθηση των δεικτών επάρκειας κεφαλαίου με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό και εκτίμηση πιθανών απειλών, την εξαγωγή πρακτικών συμπερασμάτων και την ανάληψη προληπτικής δράσης προκειμένου να διασφαλίζεται ότι διατηρείται η επάρκεια τόσο των ιδίων κεφαλαίων όσο και του εσωτερικού κεφαλαίου”.
Εξάλλου, ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας έδωσε σε πρόσφατες δηλώσεις του μια γεύση των προθέσεων του Επόπτη, εξηγώντας ότι θεωρείται δεδομένη η επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στα μερίσματα, ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένα ότι θα εγκριθούν τα ποσοστά που έχουν εξαγγείλει.
Θυμίζεται ότι η Εθνική Τράπεζα έχει εξαγγείλει διανομή μερίσματος 25-30% φέτος, η Eurobank τουλάχιστον 25%, η Alpha Bank 20% και η Πειραιώς 10%. Ο διοικητής της ΤτΕ, ωστόσο, άφησε να εννοηθεί ότι δεν αποκλείεται οι προσδοκίες αυτές να “ψαλιδιστούν” στη Φρανκφούρτη στον βωμό της κεφαλαιακής ευρωστίας του εγχώριου κλάδου.
Σημαντικό “αγκάθι” για την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στην κανονικότητα, ωστόσο, αποτελεί η αναβαλλόμενη φορολογία (DTC) η οποία αναλογεί στο 50% και άνω των συνολικών κεφαλαίων των συστημικών ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, το υψηλότερο ποσοστό DTC εμφανίζει η Πειραιώς (76%), ακολουθούν η Alpha Bank (58%) και η Εθνική και τελευταία η Eurobank (47%).
Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί από τον Επόπτη, υπό τη σκιά μάλιστα ενδεχόμενης επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών η οποία είναι πιθανό να συμπαρασύρει την ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
Στην απόφασή του ο SSM θα συνοπολογίσει και τα οικονομικά αποτελέσματα του 2023, αλλά και τα business plans που παρουσίασαν οι τράπεζες έως το 2026, τα οποία πάντως επιβεβαιώνουν την πολύ μεγάλη εξάρτηση του εγχώριου κλάδου από τα επιτοκιακά έσοδα -τα οποία σταδιακά θα συμπιέζονται όσο αποκλιμακώνονται τα επιτόκια της ΕΚΤ.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!