Θλίψη μού έφερε η καταδίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου. Θα προτιμούσα να είχε κηρυχθεί αθώα. Αθώα όχι λόγω αμφιβολιών, όχι επειδή μία δαιμόνια υπεράσπιση θα είχε θολώσει τα νερά. Αλλά επειδή κατά την ακροαματική διαδικασία θα είχε προκύψει αναντίρρητα ότι το κοριτσάκι χάθηκε από φυσικά αίτια. Και όχι από το δολοφονικό χέρι. Τι θα άλλαζε; Στο φοβερό γεγονός του θανάτου, ο οποίος ακολούθησε άλλους δυό θανάτους, δεν θα είχε προστεθεί η φρίκη μιας μάνας τόσο άρρωστης ψυχικά -αν και ικανής προς καταλογισμό-, ενός ανθρώπου τόσο απανθρωποποιημένου, ώστε να βασανίζει και να σκοτώνει το ίδιο του το παιδί.
Η κοινή γνώμη αντιθέτως καλοδέχθηκε την ετυμηγορία.
Κάποιοι σχεδόν θριαμβολόγησαν. “Δεν τα κατάφερε το τέρας να μας κοροϊδέψει!” έγραψαν στα σόσιαλ μίντια – πράγματι, εάν δεις τις συνεντεύξεις που έδινε η Ρούλα Πισπιρίγκου υποστηρίζοντας την αθωότητά της και ακκιζόμενη συνάμα, θα νιώσεις οργή.
Ικανοποιήθηκε, ακόμα πιο σημαντικό, η βαθιά μας ανάγκη να έχει η συμφορά έναν αυτουργό. Να ακολουθείται η τραγωδία από την κάθαρση. Να μην είναι το κακό αποτέλεσμα τύχης. Γιατί; Διότι σε εκείνη την περίπτωση, θα απειλούσε ανά πάσα στιγμή τον καθέναν μας. Ένα μονάχα δεν αντέχουμε. Τη συνειδητοποίηση ότι τόσο η ευτυχία όσο και η δυστυχία μας προκύπτουν από τη χαοτική συμπαντική εξίσωση. Από αναρίθμητους αστάθμητους παράγοντες που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε ούτε καν να διακρίνουμε. Ο άνθρωπος λαχταρά ο κόσμος να υπακούει στους δικούς του κανόνες.
Πάντα η κοινή γνώμη αναζητά ενόχους. Συχνότατα έχει προαποφασίσει σε τίνος το κεφάλι θα πέσει ο βαρύς πέλεκυς της δικαιοσύνης. Και αν αφεθεί η ελάχιστη υπόνοια ότι εκείνον που έχει ο λαός ήδη καταδικάσει υπάρχει ενδεχόμενο να τον αθωώσει το δικαστήριο, τότε βγαίνει ο λαός στους δρόμους.
Δείτε την άλλη φοβερή δίκη των ημερών. Η εισαγγελέας πρότεινε -η πρόταση της κατά το ελληνικό δίκαιο δεν δέσμευε τους δικαστές- να απαλλαγεί ο Μίχος από την κατηγορία του βιασμού της δωδεκάχρονης. Διότι, κατά την άποψή της, δεν προέκυπτε ότι την είχε βιάσει κατά τον απολύτως σαφή ορισμό που δίνει στη λέξη ο ποινικός μας κώδικας. Και πάλι η μοίρα του θα ήταν πολυετής κάθειρξη. Και πάλι ο συγκεκριμένος θα γερνούσε στη φυλακή. Στην πιθανότητα και μόνον όμως να μην ονομαστεί επισήμως ο Μίχος (παιδο)βιαστής, έγιναν διαδηλώσεις. Εάν δε είχε κάτι τέτοιο συμβεί, θα καιγόταν ίσως η πόλη.
Σκεφτείτε να είχατε κληρωθεί ένοχος σε μια τέτοια δίκη. Και να συμφωνούσατε με την εισαγγελέα. Θα βρίσκατε το θάρρος να σταθείτε απέναντι στο κοινό περί δικαίου αίσθημα; Ή θα γινόσασταν -για λόγους και αυτοπροστασίας σας- φερέφωνό του;
Ο θεσμός του λαϊκού δικαστή, του ενόρκου, είναι αρχαίος. Στην Αθήνα, οι δίκες διεξάγονταν ενώπιον εκατοντάδων ατόμων που δια ψηφοφορίας αποφάσιζαν σχετικά με την αθωότητα ή την ενοχή. Έτσι καταδικάστηκε ο Σωκράτης να πιει το κώνειο. Στις σύγχρονες δημοκρατίες, οι ένορκοι καλούνται να εκπροσωπήσουν την κοινωνία.
Στην Αμερική, εάν πιστέψουμε τις ταινίες, οι ένορκοι από τη μέρα που ξεκινά η δίκη απομονώνονται. Δεν μαθαίνουν καν τι γράφει σχετικά ο τύπος. Εγκύπτουν στη δικογραφία και στην ακροαματική διαδικασία. Και βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα. Και σχηματίζουν τη δική τους κρίση.
Εδώ είμαστε, όπως και στα περισσότερα, χύμα στο κύμα. Ακόμα, λέει, και μέσα στο δικαστήριο οι ένορκοι μπορούν να στέλνουν και να δέχονται μηνύματα στο κινητό τους. Επιστρέφουν κάθε μέρα στο σπίτι τους, κουβεντιάζουν όσα συνέβησαν με συγγενείς και φίλους. Το περιβάλλον τους προφανώς τους επηρεάζει. Κάποτε τους ποδηγετεί.
Αναρωτιέμαι τί εξυπηρετεί υπό αυτές τις συνθήκες ο θεσμός του ενόρκου. Θεωρούμε τον επαγγελματία δικαστή ανεπαρκή για να αποδώσει δικαιοσύνη; Πιστεύουμε ότι η ίδια η Δικαιοσύνη, ως τρίτη εξουσία, ως πυλώνας της δημοκρατίας μας, είναι σαθρή, αργυρώνητη κατά περίπτωση; Έτσι προκύπτει από αρκετές δημοσκοπήσεις. Σε αυτήν όμως την περίπτωση, τι να σού κάνουν μερικοί κληρωτοί, που και αν έχουν τις πιο αγαθές προθέσεις, τους λείπει η κατάρτιση και η εξοικείωση με το αντικείμενο; Οι ένορκοι θα σώσουν τη χαμένη τιμή;
Ακόμα και μέσα στη δικαστική αίθουσα, ο ένορκος δίχως να το θέλει αποπροσανατολίζει, μέχρι και ευτελίζει, τη διαδικασία. Σε εκείνον απευθύνονται τα ρητορικά τερτίπια των δικηγόρων. Εκείνος κινδυνεύει να επηρεαστεί από συναισθηματικά ξεσπάσματα. Από θεατρινισμούς. Η ψυχραιμία, η χειρουργική ακρίβεια με την οποία πρέπει να αναζητείται η αλήθεια, τον ένορκο τον ξενίζει. Την εκλαμβάνει ως κυνισμό. Όπως συχνά αντιλαμβάνεται και τις περίπλοκες διαδικασίες που επιτάσσει η ποινική δικονομία σαν τυπολατρεία. Σαν περιττό χάσιμο χρόνο.
Προσωπικά πιστεύω και εμπιστεύομαι τους επαγγελματίες δικαστές. Δεν ζουν έξω από τον κόσμο, όπως τα παλιά χρόνια, όταν ουσιαστικά τους απαγορευόταν και έναν καφέ να πιούν στην πλατεία. Δεν έχουν ελαστική συνείδηση – όχι τουλάχιστον πιο ελαστική από τον μέσο άνθρωπο. Και αήθεις ωστόσο εάν ήταν, δεν θα ρίσκαραν να καταστρέψουν χρηματιζόμενοι μια σταδιοδρομία για την οποία έχουν τόσο κοπιάσει. Και εάν είναι τα λεφτά πάρα πολλά; Θα είναι πάρα πολλά και για τους ένορκους.
Υποστηρίζω την κατάργηση του θεσμού των ενόρκων.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!