Ελάχιστους μήνες ύστερα από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 (όπου οι πολίτες είχαν, υποτίθεται, εγκρίνει πανηγυρικά τη διαβόητη “κωλοτούμπα” του Αλέξη Τσίπρα, τη μετατροπή του Όχι σε Ναι), ιδίως δε μετά την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε στις δημοσκοπήσεις στη δεύτερη θέση. Εκείνο εντούτοις που καταδίκασε τελεσίδικα τον ΣΥΡΙΖΑ στη συνείδηση των Ελλήνων ήταν το Μάτι.
Γιατί χρεώθηκε σε τέτοιο βαθμό η τότε κυβέρνηση την εκατόμβη των νεκρών της 23ης Ιουλίου 2018; Η ίδια προσπαθούσε να τα ρίξει στην καταραμένη ώρα, στον συνδυασμό των αντίξοων καιρικών συνθηκών με τη λαβυρινθώδη ρυμοτομία του συγκεκριμένου οικισμού, στις χρόνιες δυσλειτουργίες της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Αυτό στάθηκε το μοιραίο ατόπημά της. Πανδήμως δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι οι κυβερνώντες άλλο δεν είχαν μέλημα παρά να βγουν οι ίδιοι λάδι. Να αποσείσουν την ευθύνη τους. Από την πρώτη νύχτα εψεύδοντο, συγκάλυπταν, θόλωναν παντοιοτρόπως τα νερά. Έφτασαν σε σημείο κάποιοι υπουργοί να αφήνουν υπόνοιες εναντίον των ίδιων των θυμάτων. ΄Εφτασαν δηλαδή στην ύβρη.
Πέντε σχεδόν χρόνια μετά το Μάτι συνέβησαν τα Τέμπη. Η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υπερείχε μέχρι τότε των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε ένα κρίσιμο σημείο: δεν δίσταζε να ομολογεί τα λάθη της. Να ισχυρίζεται -και να πείθει- ότι διδάσκεται από τις αβλέψιες και τις αστοχίες της. Για αυτό και τη στήριζαν ένθερμα πολίτες που καμιά σχέση δεν είχαν με την παραδοσιακή Δεξιά. Την ένοιωθαν ειλικρινή. Καλοπροαίρετη. Αξιακά ασύγκριτα ανώτερη των προηγούμενων.
Δεν θόλωσε η εικόνα της με την υπόθεση των παρακολουθήσεων; Οι παρακολουθήσεις ελάχιστα επηρέασαν την κοινή γνώμη. Διότι -κακά τα ψέμματα- έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι άμα δεν μπορεί ο τάδε ή ο δείνα πολιτικός να διαφυλάξει το απόρρητο των συνομιλιών του, να θωρακίσει την ιδιωτικότητά του, κακό της κεφαλής του. Κυνισμός; Έτσι έχει διαπλαστεί η κοινωνία μας εδώ και παραπάνω από μία γενιά. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κιόλας, όταν υποκλαπείσες συνομιλίες ακόμα και αρχηγών κομμάτων παίζονταν στα ραδιόφωνα.
Τα Τέμπη όμως ήταν άλλο πράγμα. Στα Τέμπη πενηνταεφτά άνθρωποι -ανάμεσά τους θα μπορούσε να βρίσκεται ο καθένας μας- σκοτώθηκαν τζάμπα και βερεσέ.
Έφταιξαν στο πεδίο οι άθλιοι χειρισμοί των υπευθύνων που μόνο υπεύθυνοι δεν αποδείχθηκαν. Βλέποντας όμως τη μεγάλη εικόνα, αναδύονται όλες οι παθογένειες που μαστίζουν την Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες, από την ίδρυσή της κιόλας. Η ευνοιοκρατία, τα μικρά και τα μεγάλα συμφέροντα και ρουσφέτια. Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων που φτάνει σε σημείο να τα πασαλείβουμε, να την κουτσοβγάζουμε και να χτυπάμε ξύλο μην και σκάσει το κακό στη βάρδια μας. Η λούφα και παραλλαγή ως στάση ζωής. Αυτά ψηφίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019 για να τερματίσει. Το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού που εξέφρασε θα μπορούσε να συνοψιστεί στο “Τέρμα πιά στα καραγκιοζιλίκια, που ενίοτε προκαλούν και θανάτους!”
Ενώ τα βαγόνια στα Τέμπη ακόμα κάπνιζαν, η κυβέρνηση δήλωνε συντετριμένη. Υποσχόταν πως θα χυθεί άπλετο φως, ότι θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Ανέβαλε συνάμα τις εκλογές για κάμποσες εβδομάδες, ώσπου να παρέλθουν τουλάχιστον οι σαράντα μέρες του βαρύτατου εθνικού πένθους.
Η σαρωτική νίκη που της επεφύλαξαν οι Έλληνες στις 21 Μαϊου 2023 και που επιβεβαιώθηκε στις 25 Ιουνίου, το 41%, της έδωσε προφανώς την εντύπωση πως έχει αφήσει τα Τέμπη πίσω της. Ότι η τρομερή εκείνη ιστορία έχει αν όχι ξεχαστεί, μεταβολιστεί πάντως στη συνείδηση των πολιτών. Το τελευταίο που περίμενε είναι τα Τέμπη έναν χρόνο μετά να απασχολούν εξίσου, ίσως και ακόμα περισσότερο. Το 70,3% στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Opinion Poll, το 88% στης Metron Analysis να δηλώνει ότι δεν είναι διόλου ικανοποιημένο από τις ενέργειες της κυβέρνησης για τη διαλεύκανση της τραγωδίας.
Έγινε, γίνεται ακόμα, προσπάθεια συγκάλυψης; Για να ισχυριστείς κάτι τέτοιο με το χέρι στη φωτιά ή έστω στην καρδιά, πρέπει να έχεις πλήρη γνώση των φακέλων. Να μπορείς μετά λόγου γνώσεως να κρίνεις εάν το περιβόητο μπάζωμα πλάι στις ράγες διατάχθηκε για καθαρά πρακτικούς λόγους ή για να κρυφτούν κάποια στοιχεία. Να μπορείς να εκτιμήσεις ως ποιο σημείο φταίει η μη λειτουργία της τηλεδιοίκησης και πού ακριβώς ξεκινάει η ενοχή των σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Να είσαι και αδέκαστος και επαΐων.
Ελάχιστοι εξ όσων τοποθετούνται δημόσια είναι επαϊοντες. Πολλοί αντιθέτως μοχλοποιούν την τραγωδία για να προωθήσουν δικά τους συμφέροντα.
Η συμπεριφορά ωστόσο της κυβέρνησης, κυρίως δε των υποστηρικτών της στον δημόσιο χώρο, στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάθε άλλο παρά βοηθάει την αλήθεια να λάμψει. Αλλά και την ίδια να επουλώσει μια πληγή που όσο περνάει ο καιρός κακοφορμίζει.
Τι σημασία έχει εάν η κυρία Μαρία Καρυστιάνου υποστηρίζει ή χρησιμοποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ; Εάν πενθεί βουβά ή μαχητικά; Εάν εκφράζεται υπερβολικά για τα αυτιά ορισμένων; Το μέγεθος της απώλειάς της είναι τέτοιο, ώστε τίποτα από όσα λέει και κάνει δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικό. Το ενάμισι σχεδόν εκατομμύριο των Ελλήνων που στέκει ενυπόγραφα στο πλευρό της το αποδεικνύει περίτρανα.
Τι σημασία έχει εάν κάποιοι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες εχθρεύονται την κυβέρνηση; Εάν επιδιώκουν, κατά τα λεγόμενά της, να την υπονομεύσουν ή να την ελέγξουν; Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται. Τα όποια δημοσιεύματα κρίνονται με αποκλειστικό γνώμονα εάν αληθεύουν. Η τυχόν ατζέντα του οποιουδήποτε εκδότη ουδόλως ενδιαφέρει τους πολίτες.
Τι σημασία έχει εάν ο Νίκος Ανδρουλάκης κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας προκειμένου να στρέψει τα φώτα επάνω του, μπας και ξαναπεράσει το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση; Και που ο οπλίτης Στέφανος Κασσελάκης υπερθεμάτισε ζητώντας εκλογές, με την παρουσία μάλιστα ξένων παρατηρητών – σάμπως να ζούμε στη Ρωσία του Πούτιν ή στη Βενεζουέλα του Μαδούρο;
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!