Ένας ρεαλιστής που έβαζε ολοένα και ψηλότερα τον πήχη
Στον επαγγελματικό του βίο ως φιλόδοξος και τελειοθήρας έβαζε τον πήχη ολοένα ψηλότερα. Με μια προσωπική αυτάρκεια που δεν τον ώθησε να ζητήσει για τον εαυτό του κάποια μίμηση ή θαυμασμό. Δεν βγήκε σε τηλεπάνελ να σχολιάσει γεγονότα της επικαιρότητας. Νοικοκύρης στο σπίτι όπως και στη δουλειά, δεν εξέθεσε την ιδιωτική, οικογενειακή ζωή του στα ΜΜΕ. Ούτε ενεπλάκη σε δημόσιους πολιτικούς διαξιφισμούς.
Διόλου από αδιαφορία ή απάθεια για τα κοινά. Καθόλου από αδυναμία ή διακριτικότητα. Και γνώμη, και λόγο, και φωτογένεια διέθετε. Από νοοτροπία, κουλτούρα, χαρακτήρα, ωστόσο, δεν παρίστανε ότι τα ξέρει δα κι όλα. Οι αναφορές του επικεντρώνονταν στην ατομική ποιοτική βελτίωση. Με τον τρόπο που λειτουργικά και πολιτισμικά την εννοούσε η αστική, με την οπτική της πόλης, συμπεριφορά του, συναρθρωμένη με αισθητικά στοιχεία κοσμοπολιτισμού αλλά και φυσιολατρικού ρομαντισμού. Υπό αυτή την αντίληψη, στη διάρκεια της ύπαρξής του πρόλαβε από το μηδέν να χτίσει με τολμηρή επινοητικότητα έναν επιτυχημένο εκδοτικό κολοσσό. Μαζί του βίωσε κορυφαία σουξέ και ένα ανυπόφορο στραπάτσο. Διένυσε, πάντως, μια ενδιαφέρουσα και γεμάτη επιχειρηματική πορεία για 32 ολόκληρα χρόνια.
Το ξεκίνημα
Μύκονος, τέλη 70s, αρχές 80s. Αλλες εποχές. Ανέμελες και στροβιλιστικές. Στη Φτελιά και στον Καλαφάτη οι προχώ, σπορτίβ και μποέμ παρέες του windsurfing σαγηνεύονταν ολημερίς από το μελτέμι που μάνιαζε μεσοπέλαγα, δελεάζονταν από το καβάλημα του φουσκωμένου κύματος. Ανάμεσα στη μικρή φυλή των νεαρών εγχώριων εραστών της ιστιοσανίδας και ένας συμπαθητικός 25χρονος Αθηναίος από την πλατεία Βικτωρίας, ονόματι Αντώνης Λυμπέρης.
Γοητευτικό, δεκτικό, χαμογελαστό, ευπρεπές και γεροδεμένο παλικάρι. Με μακριά σκουροκάστανα μαλλιά, πράσινα μάτια, μύτη αλά Στιβ Μάρτιν, χαρακτηριστικό λακκάκι στο πηγούνι σε στυλ Μάικλ Ντάγκλας, συνέθετε ένα καλαίσθητο στη θέα παρουσιαστικό. Μόλις είχε εκπληρώσει τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό. Προηγουμένως είχε επιστρέψει από την Κολωνία και το Μόναχο όπου είχε μαθητεύσει στη φωτογραφική τέχνη. Ανίχνευε εκείνα τα φεγγάρια τις επαγγελματικές του προοπτικές αγναντεύοντας από την ανεμοδαρμένη στο μάτι του Βορρά παραλία Κόρφος τα αργοκίνητα βαπόρια που γλιστρούσαν στον ορίζοντα. Και μοιραζόταν με την παρέα του μια ταραμοσαλάτα από τα χέρια του Φιλιππή Κοντιζά και της συζύγου του Χρύσας στο φιλόξενο εστιατόριο «Φιλιππής».
Ταλαντούχος, εκείνη την εποχή με ευνοϊκές προοπτικές καριέρας, αλλά όχι και φορτωμένος με περισπούδαστα πτυχία από καθωσπρέπει ιδιωτικά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ούτε φυσικά ήταν κάτοχος κάποιας αμύθητης κληρονομιάς από κανέναν αριστοκράτη πρόγονο. Διόλου τυχαία, παρότι γέννημα θρέμμα μιας παραδοσιακά φιλοπαναθηναϊκής γειτονιάς της Αθήνας, αυτός ήταν ένθερμος οπαδός του Ολυμπιακού. Κατέβαινε με τον ηλεκτρικό από τη Βικτώρια στο Νέο Φάληρο, για να δει από τις κερκίδες του σταδίου, τότε, «Γ. Καραϊσκάκης» τα ματς των ερυθρόλευκων του Πειραιά. Ενσάρκωνε κατά κάποιον τρόπο αυτό που οι Αγγλοι αποκαλούν «style with a twist». Το οποίο ερμηνεύεται ως εξαιρετική ανατροπή ή απροσδόκητη πρόκληση. Απολύτως χρήσιμο και επωφελές για όσους θα ασχολούνταν ενεργά με τα ΜΜΕ.
Η μεγάλη απόφαση
Συνδύαζε τις τεχνικές του δεξιότητες στα κλικ, στους φακούς και τα φιλμ με τη δεινότητά του στο windsurfing πολύ προτού αυτό γίνει ολυμπιακό άθλημα. Συμμετείχε, εκτός από τη Μύκονο, σε αγώνες στη Μικρή Βίγλα και το Καστράκι της Νάξου, στη Νέα Χρυσή Ακτή και τη Σάντα Μαρία της Πάρου, στην Ψαραλυκή της Αντιπάρου. Ανυπερθέτως, σε όλες του τις εξορμήσεις μαζί με τη φωτογραφική του μηχανή ανά χείρας. Το πλήθος των θεαματικών ενσταντανέ που τράβηξε και η αγωνιστική πείρα του τον οδήγησαν να εκδώσει με δικά του κείμενα και, φυσικά, δικές του φωτογραφίες το βιβλίο «Γουίντσερφινγκ για αρχάριους και προχωρημένους».
Ολο χειροποίητο, αφού οι ψηφιακές τεχνολογικές εφαρμογές βρίσκονταν ακόμη στα σπάργανα για τον τομέα των εντύπων. Ηταν μια πρώτη απόπειρα να κάνει το χόμπι του επάγγελμα. Πείστηκε να εμπλακεί στο εγχείρημα όταν σε αγώνες στο νησί Ελεύθερα, έναν παράδεισο για σέρφερ στο αρχιπέλαγος Λουκάγιαν στις Μπαχάμες, ένας Γερμανός συναθλητής του εντυπωσιάστηκε από την πρωτοποριακά καλλιτεχνική μάτια του φωτογραφικού υλικού του. «Με τόση εμπειρία, know how στο άθλημα και τέτοια οπτική γιατί δεν εκδίδεις ένα τέτοιο περιοδικό;» τον ρώτησε. Αυτό ήταν. Πήρε αστραπιαία απόφαση να το υλοποιήσει και ανακάλυψε ότι μέσα του έκρυβε ένα δημιουργικό και εμπορικό δαιμόνιο -ή αρετή αν θέλετε-, που περίμενε την ευκαιρία για να αποκαλυφθεί. Δανείστηκε 20.000 δραχμές για αρχικό κεφάλαιο από τη μητέρα του Φωτεινή και τον πατέρα του Παναγιώτη, προκειμένου να δώσει προκαταβολή για το χαρτί και να τυπώσει το περιοδικό «Surf + Ski», όπως το ονόμασε.
Ηταν το σωτήριο έτος 1981, περίοδος χειμαρρώδους φούριας και ορμητικής αλλαγής στο πολιτικό σκηνικό, όταν ο ίδιος με ακάματη ενεργητικότητα καβάλησε το ταπεινό 2CV του και ξανοίχτηκε στην πιάτσα. Φόρτωσε στον μουσαμά της οροφής του τις σανίδες του σερφ και πήρε σβάρνα τους δυνητικούς πελάτες. Επισκέφτηκε διάφορα διαφημιστικά γραφεία και ειδικευμένους αντιπροσώπους εξοπλισμού του σπορ για να προσελκύσει ρεκλάμα για το έντυπο. Είχε τυπώσει κάρτες με εκδοτική έδρα το πατρικό του διαμέρισμα στην οδό Αριστοτέλους.
Εως ότου, αφού το περιοδικό κρεμιόταν πια στα μανταλάκια των περιπτέρων, ένα μεσημέρι και ενώ η οικογένεια γευμάτιζε χτύπησε το κουδούνι. Στην εξώπορτα ένας αναγνώστης ζητούσε να γραφτεί συνδρομητής. Μετά την έκπληξη και την πρώτη αμηχανία, ο Λυμπέρης σε ακαριαία ετοιμότητα του εξήγησε ότι τα γραφεία βρίσκονταν δήθεν στον πιο πάνω όροφο της πολυκατοικίας και ήταν για την ώρα κλειστά.
Το «Status»
Στον αμέσως επόμενο τόνο θα εκδώσει το 1982 τον «Κόσμο του τένις» ύστερα από προτροπή του δημοσιογράφου Δημήτρη Κωνσταντάρα. Και έναν χρόνο αργότερα με διορατικότητα θα λανσάρει τον «Κόσμο του video». Σταδιακά από την ερασιτεχνική βιοτεχνία περιοδικών προχωρούσε στους επαγγελματικούς βιομηχανικούς ρυθμούς.
Είχε κιόλας συστήσει την εκδοτική εταιρεία Λυμπέρης – Κόκκορης. Συνέταιρός του ο αδελφικός του φίλος Μηνάς Κόκκορης της ομώνυμης αλυσίδας καταστημάτων οπτικών, με τον οποίο γνωρίστηκε κατά την κοινή θητεία τους στο Πολεμικό Ναυτικό. Εν τω μεταξύ, η εταιρεία μετακόμισε σε πιο ευρύχωρα γραφεία στην οδό Περικλέους στο Νέο Ψυχικό. Εκεί όπου το όνειρο του εκδότη άρχισε να παίρνει βαθμιαία σάρκα και οστά. Τα Χριστούγεννα του 1985 θα βρουν τον Λυμπέρη με μόνο ένα χιλιόδραχμο χαρτονόμισμα στην τσέπη. Ωστόσο, όλοι οι συνεργάτες του ήταν πληρωμένοι, δεν είχε δάνεια και υποθήκες, δεν χρωστούσε σε κανέναν, δεν είχε εκδώσει ούτε για δείγμα μία ακάλυπτη επιταγή.
Πάντα διακρινόταν για την έγνοια απέναντι στους εργαζομένους του. Οταν σε μια φάση η εταιρεία του βρέθηκε σε χρηματοδοτική στενότητα και έλλειψη ρευστού, επισκέφτηκε αυτοπροσώπως διάφορους διευθυντές τραπεζών. Γύρισε στο γραφείο με επαρκές δάνειο, άγνωστο με ποιες προσωπικές εγγυήσεις, για να καλύψει στο ακέραιο τη μισθοδοσία. Και γενναιόδωρα έκλεισε για τη διασκέδαση του προσωπικού μια μεγάλη νυχτερινή πίστα. Κάτι που θα επαναλάμβανε με γαλαντομία ως γνήσιος large εργοδότης τα επόμενα χρόνια στην περίοδο των εορτών. Χώρια την αθόρυβη βοήθεια που πρόσφερε αφειδώς σε όσους συνεργάτες του, που τους συμπεριελάμβανε ως μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του, είχαν πραγματική ανάγκη. Η εποχή άλλαζε ραγδαία στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Η Ελλάδα πάσχιζε να εξευρωπαϊστεί και να εκσυγχρονιστεί. Διψούσε να ανοίξει ένα παράθυρο στον ονειρικό κόσμο της ποιοτικής και πολυτελούς κατανάλωσης και ψυχαγωγίας. Ο Λυμπέρης έπιασε στον αέρα τα σήματα που εξέπεμπε μια μερίδα μοντέρνων Ελλήνων που ήθελε απενοχοποιημένη να βιώσει τον μύθο μιας μακράς και αδιατάρακτης ευημερίας. Εγκαινίασε το 1988 την έκδοση του ανδρικού περιοδικού «Status» ως έγκυρου διαβατηρίου εισόδου σε μια αξιοπρεπώς ευδαιμονική, έστω λουστραρισμένη, καλή ζωή. Ηταν η περίοδος που ξεκινούσε ασυγκράτητη η επέλαση στην καθημερινότητα των γυαλιστερών lifestyle εντύπων. Στο νέο περιοδικό «κύρους» είχε ως άξιους και δημιουργικούς συμπαραστάτες δύο έμπιστους φίλους και παλιότερους συναθλητές του στο σερφ. Ο καθένας με το διακριτό του στυλ.
Ο ευρηματικός Παύλος Εμμανουήλ, απόφοιτος του Κολλεγίου, λάτρης των αμερικανικών μοτοσικλετών touring και εξπέρ στα γκάτζετ. Καθώς και ο χαρισματικός Πέτρος Μπουροβίλης, πτυχιούχος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, πολυταξιδεμένος, με διεθνείς επαφές, πανοραμική γνώση των εντύπων και εργασιομανής. Στο διαφημιστικό τιμόνι η εύστροφη και παραγωγική Βάγια Λαλιά. Και στη σειρά του εκδοτικού οχήματος μια στρατιά από κορυφαίες, εξειδικευμένες στο αντικείμενό τους, πένες, ευφάνταστοι φωτογράφοι, ταλαντούχοι γραφίστες, καινοτόμοι στυλίστες, προικισμένοι διαφημιστές και λοιποί ικανοί συντελεστές που διαμόρφωναν δημιουργικά το ύφος του εντύπου.
Και ταυτόχρονα απεικόνιζαν στους αναγνώστες έναν ξεχωριστό τρόπο ζωής. Κινητήριος μοχλός της εμπορικής δραστηριότητας και εμπνευστής της υψηλής αισθητικής του μηνιαίου περιοδικού ήταν ο αεικίνητος εκδότης. «Η λεπτομέρεια δεν είναι καθόλου λεπτομέρεια. Είναι ο καθρέφτης της ποιότητας», συνήθιζε να λέει καλοπροαίρετα στους συνεργάτες του, καθώς κυκλοφορούσε στα ατελιέ. Προσλάμβανε, επίσης, διάφορους καλοαμειβόμενους εμπειρογνώμονες ως συμβούλους, αλλά ο ίδιος έπαιρνε την τελική απόφαση. Ηταν μόλις 34 ετών, ευγενής, καταδεκτικός και κοινωνικά περιζήτητος εργένης.
Είχε εισαχθεί στο εκδοτικό στερέωμα με δυναμική να μεσουρανήσει. Ο ίδιος ομολογούσε ότι το «Status» ήταν η ψυχή του. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούσε την προβολή της ιδεατά κομψής επιτομής του εαυτού του. Είχε πια αντικαταστήσει το 2CV με μια συλλεκτική, κυπαρισσί χρώματος, Jaguar S και ανταλλάξει τις capsule σπορτίβ φορεσιές με κομψά ενδύματα σινιέ υπογραφών. Διασχίζοντας ένα βράδυ τη Βασιλίσσης Σοφίας έξω από το Μέγαρο Μουσικής οδηγώντας μια μοτοσικλέτα Harley-Davidson Fat Boy, ανέμιζαν κόντρα στον άνεμο η γραβάτα Gianfranco Ferre και το σακάκι Giorgio Armani που έφιππος φορούσε ενώ άλλαζε ταχύτητες με χειροποίητο πατούμενο Olga Berluti. Συμμετείχε στους κύκλους των νέων επιχειρηματιών, άρχιζε να συναναστρέφεται με σελέμπριτι, σύχναζε σε κοσμικά γκαλά, δείπνα και πάρτυ. Αλλο που δεν ήθελε η ντόπια γκλαμουριά να τον περιτριγυρίσει.
Η επιτυχία
Στο χάραμα της δεκαετίας του ’90 επεκτάθηκε γρήγορα στον χώρο των εβδομαδιαίων τηλεοπτικών περιοδικών. Είχαν ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη χρονιά να εκπέμπουν πανελλήνια για πρώτη φορά στη χώρα οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί. Δεν έχασε την ευκαιρία. Τον Μάρτιο του 1990 κυκλοφόρησε στα περίπτερα το πρώτο τεύχος του «7 Μέρες TV» με -ουάου!- τη Μιμή Ντενίση στο εξώφυλλο και με -δύο φορές ουάου!- τις αναπάντεχες διαφημιστικές καταχωρήσεις της Coca-Cola και του Marlboro στις σελίδες του.
Με την επιδεξιότητα του Λυμπέρη στα αμοιβαία επωφελή deals, το περιοδικό συνδέθηκε με τον ΑΝΤ1 του Μίνωα Κυριακού. Σε αγαστή συνεργασία με τον ΑΝΤ1 εγκαινίασαν στη συχνότητα του καναλιού το καθημερινό τηλεπαιχνίδι «Μπίνγκο» με τον Νίκο Μαστοράκη, το οποίο πρόσφερε δώρα στους αναγνώστες του περιοδικού. Η επιτυχία κατρακυλούσε σαν ευεργετική χιονοστιβάδα που γέμιζε αφειδώς τα ταμεία της εκδοτικής επιχείρησης. Η oποία μετακινήθηκε σε πιο ευρύχωρα γραφεία επί της Κηφισίας 64 στο Μαρούσι, στα γυάλινα κτίρια του Μπαμπή Βωβού. Ξεφορτώθηκε, παρότι κερδοφόρο, το soft ερωτικό και σεξοϊατρικό περιοδικό «Open», που εξέδιδε από το 1988. Ενα έντυπο πρωτοπόρο, καθώς είχε τοποθετήσει ένα ένθετο προφυλακτικό στις σελίδες του.
Δεν τον πείραζε που αποκαλούσε τον Ουμπέρτο Εκο ως Ούκο, συμπυκνώνοντας σε μία λέξη το ονοματεπώνυμο του Ιταλού σημειολόγου. Αυτός ο aficionado των υψηλότερων πολιτισμικών αξιών αποτυπωμένων σε καμβά που είχε κρεμασμένο στην κουζίνα του, πάνω από ένα τραπέζι με κρακεράκια, σολομό και μπρικ, μια πράσινη μεταξοτυπία. Οχι όποια κι όποια. Ενα αντίγραφο με ακρυλικό μελάνι του «Μυστικού Δείπνου» του Αντι Γουόρχολ, υπογεγραμμένο από τον καλλιτέχνη, αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
Ηταν τόσο cool που σχεδόν αδιαφορούσε για τους καλοπληρωμένους πίνακες του Ακριθάκη, του Τέτση και άλλων ζωγράφων που κοσμούσαν το σαλόνι του. Μάλλον από τα υπολείμματα της λεηλατημένης συλλογής του Αλέξανδρου Ιόλα. Στον ίδιο χώρο δέσποζε επιβλητικά το περίφημο ακέφαλο μπρούτζινο ερωτικό γλυπτό του διάσημου εικαστικού Takis, κατά κόσμον Παναγιώτη Βασιλάκη, με μια υπέρμετρη φαλλική διέγερση. Ενα ξημέρωμα παραμονή Πρωτοχρονιάς, μετά από ολονύχτιο χαρτοπαίγνιο πόκας με στενούς φίλους στο σπίτι του, πετάχτηκε αιφνιδίως έντρομος από το τραπέζι.
Εσπευσε να καλύψει με ένα φαρδύ μεταξωτό πουκάμισο το λαξευμένο πέος των 28 πόντων του ανάγλυφου αγάλματος. Αγωνιούσε μην τυχόν ερχόταν η κόρη του Ιόλη, καρπός του δεσμού του με τη διανοούμενη τεχνοκριτικό Δέσποινα -Πέππη- Βαϊοπούλου, να του ψάλει τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Κατόπιν, επέστρεψε στην τράπουλα αφήνοντας αποσβολωμένους τους συμπαίκτες του. Αενάως σε τρέχουσα εγρήγορση, αλλά και με το μυαλό διεγερτικά στραμμένο στις μπίζνες. Ηταν οι εποχές που είχε αδιαπραγμάτευτα ενστερνιστεί τις επιχειρηματικές αρχές του Αριστοτέλη Ωνάση, τις οποίες τηρούσε σχεδόν ευλαβικά. Είχε μάλιστα υιοθετήσει και την κοψιά του.
Τότε που διατυμπάνιζε πως ακόμη και τα παπούτσια που φοράς πρέπει να είναι δανεικά. Αργότερα, όμως, υπέκυψε στον πειρασμό τού να βάλει τις επιχειρήσεις του στο Χρηματιστήριο. Πράγμα που δεν έκανε πότε ο Ελληνας κροίσος διατηρώντας προσωπικά τον έλεγχο και την ιδιοκτησία της αυτοκρατορίας του.
Ο έρωτας και ο γάμος
Ωστόσο, εκείνες τις ηλιόλουστες ημέρες στα μέσα των 90s και της επιχειρηματικής του εκτόξευσης προέκυψε ακαταμάχητος ο έρωτας. Η αναγνωρισμένη στυλίστρια Ελενα Μακρή μπήκε φλογερά στη ζωή του. Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτυ της ηθοποιού Τάνιας Καψάλη, ερωτεύτηκαν στην κοινή τους εξόρμηση για ένα editorial μόδας στο αυστριακό Τιρόλο, αντάλλαξαν υποσχέσεις αιώνιας αφοσίωσης, παντρεύτηκαν στον Αγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη με κουμπάρο τον Δημήτρη Κοντομηνά.
Η υγιώς φιλόδοξη, δημιουργική, εργατική και αενάως κομψή Ελενα, απόφοιτος της Σχολής Βελουδάκη Design και Μόδα, είχε το τσαγανό, τα φόντα και τη σφοδρή επιθυμία προσωπικής ανάδειξης. Μαζί με τον αποδεδειγμένα ικανό Αντώνη Λυμπέρη συνέστησαν ένα ακαταμάχητο εκδοτικό δίδυμο. Ως παντρεμένο πλέον ζευγάρι μετακόμισαν νοικιάζοντας αρχικά και μετά αγοράζοντας και ανακαινίζοντας μια αρχοντική βίλα στο Κεφαλάρι, με κήπο 2 στρεμμάτων, πισίνα 100 μέτρων και πολλά έργα τέχνης να κοσμούν το εσωτερικό της. Εκεί δημιούργησαν, πάνω απ’ όλα, μια υπέροχη, ενωμένη και ζεστή οικογένεια με τα τρία τους παιδιά, τη Φιλίππα, τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη.
Σε δημόσια θέα οι δυο τους απεικονίζονταν -κάτι που δεν ήταν ψέμα- ως οι αυτοδημιούργητοι πιονέροι που ανήγειραν μια αυτοκρατορία στον χώρο του περιοδικού Τύπου. Την οποία επέκτειναν ιλιγγιωδώς μετά την είσοδο της εταιρείας στο Χρηματιστήριο στην αυγή της νέας χιλιετίας. Εξαπλώθηκαν με θυγατρικές σε Κύπρο, Ρουμανία, Βουλγαρία, εξαγόρασαν σημαντικά μερίδια σε εγχώριες εταιρείες, απέκτησαν ραδιόφωνα, έφτιαξαν sites, διοργάνωναν φαντεζί εκδηλώσεις μετά βραβεύσεων. Υπέγραψαν ακόμη συμβόλαια συνεργασίας με εμβληματικούς διεθνείς οίκους για την έκδοση παγκόσμιας κλάσης τίτλων, έχτισαν ένα τεράστιο ιδιόκτητο κτίριο στο Κορωπί.
Με αίθριο στη μέση, ρεστοράν για τους εργαζομένους, έπιπλα από ντιζαϊνάτες φίρμες και διακόσμηση με πανάκριβους πίνακες. Εκεί όπου οι φήμες οργίαζαν ότι ο αμετροεπής εκδότης σώρευε υπερπολυτελή αυτοκίνητα στο γκαράζ, ενώ γευμάτιζε ως ξιπασμένος βαρόνος με εξωτικά εδέσματα σερβιρισμένα από μπάτλερ σε πανάκριβα πορσελάνινα σκεύη Hermès. Στο κάτω-κάτω, ο Λυμπέρης εκείνη την εποχή ήταν εκδότης 55 τίτλων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Κι αν εμφανίζονταν ξαφνικά στις εγκαταστάσεις του στρατηγείου του ο πρόεδρος του ομίλου Condé Nast, Σ.Ι. Νιουχάουζ, ο τότε διευθύνων σύμβουλος Μπομπ Σάουερμπεργκ και η διευθύντρια της «Vogue» Αννα Γουίντουρ, τι θα τους φίλευε; Θα καλούσε έναν ταβερνιάρη από τη Νήσιζα στον Κάτω Καρελλά, να τους προσφέρει καρβουνιασμένα παϊδάκια στη λαδόκολλα;
The end
Στις ημέρες της παντοδυναμίας του υποδεχόταν πολιτικούς, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, σταρ της ελληνικής showbiz στο περίφημο πρωτοχρονιάτικο πάρτυ του. Δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τα όρια της πλησμονής και τους περιορισμούς της αυτοαναφορικότητας μέσω του χρήματος κατά τη χρηματιστηριακή έξαψη, τη φρενίτιδα της καταναλωτικής σπατάλης, τον παροξυσμό του real estate. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και τα μνημόνια σάρωσαν καταδικαστικά την άλλοτε ανθηρή αγορά των περιοδικών. Εφεραν τον έκδοτη βυθισμένο στα χρέη υπέρογκων δανείων, στο χείλος του γκρεμού, στην κατάρρευση, στο λουκέτο, στον οδυνηρό πλειστηριασμό των περιουσιακών στοιχείων του.
Πιο πολύ αυτό τον αυτοδημιούργητο και ψύχραιμο επιχειρηματία έθιξαν οι προσβολές οι συκοφαντίες, η παράδοσή του στη δημόσια χλεύη, η αχαριστία των άλλοτε ευνοημένων. Πάνε 12 χρόνια από τότε που σοκαρισμένος από τον κλονισμό της καταστροφής του έστειλε επιστολές στους εργαζομένους και τους συνεργάτες του αναφέροντας με ένα παράπονο που απέκρυβε ένα δάκρυ ότι: «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, αλλά για μας σήμερα πέθανε. Πέθανε παίρνοντας μαζί της τους κόπους και τα όνειρα 32 ετών». Και μετά, το επιχειρηματικό ολοκαύτωμα, στη στάχτη του οποίου μετεωρίζονταν περί τους 500 άνεργους.
Ο ίδιος στα 58 του χρόνια επιχείρησε αγωνιστικά τα επόμενα χρόνια να αναζωπυρώσει μερικά από τα αποκαΐδια της πυρπολημένης εκδοτικής του αυτοκρατορίας.
Η προσπάθεια δεν φτούρησε. Οσο για τον βάναυσα πληγωμένο Αντώνη Λυμπέρη έμειναν στο αδυσώπητο διάβα του χρόνου ως θλιβερή νοσταλγία οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για luxury items και status symbols. Ξεθώριασαν μέσα στην ασημαντότητα των κιτρινισμένων ιλουστρασιόν σελίδων και την αμείλικτη φθορά του γερασμένου εκτυπωτικού χαρτιού. Σίγουρα δικαιούταν εύφημο μνεία στην υστεροφημία του ως ρηξικέλευθου πρωταγωνιστή μιας ολόκληρης εποχής στα ΜΜΕ. Προτού σκεπαστεί πένθιμα από τη ματαιότητα της φευγαλέας υπόμνησης «sic transit gloria mundi» – έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου.
Θεσσαλονίκη: Συνελήφθη αστυνομικός που κατηγορείται ότι χτύπησε τη σύζυγό του μπροστά στο παιδί τους
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!