Ο συντονισμός, η πειθαρχία και η εξειδίκευση ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της δράσης τους, καθιστώντας το κύκλωμα εξαιρετικά αποτελεσματικό και δύσκολα ανιχνεύσιμο.
Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκονταν οι διευθύνοντες της οργάνωσης. Αυτοί είχαν τον πλήρη έλεγχο, περιγράφοντας τον σκοπό της ομάδας: την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους μέσω συστηματικής εξαπάτησης πολιτών και νομικών προσώπων.
Οι εντολές τους ήταν δεσμευτικές για όλα τα μέλη, καθορίζοντας τη μεθοδολογία δράσης και εξασφαλίζοντας την αδιάκοπη λειτουργία του κυκλώματος.
Οι διευθύνοντες βρίσκονταν κυρίως σε περιοχές όπως το Ζευγολατιό, τα Εξαμίλια Κορινθίας και το Άργος Αργολίδας, όπου λειτουργούσαν ως κεντρικά σημεία συντονισμού και οικονομικής διαχείρισης των παράνομων εσόδων.
Ακολουθώντας τους στην ιεραρχία, στο μεσαίο επίπεδο, βρίσκονταν τα ανώτερα και απλά μέλη της οργάνωσης. Αυτά περιλάμβαναν στρατολογητές, τηλεφωνητές, διαχειριστές τραπεζικών στοιχείων και αναλήπτες χρημάτων. Τα μέλη αυτά είχαν διακριτούς ρόλους, αλλά συνεργάζονταν στενά υπό τις οδηγίες των διευθυντών, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επίτευξη του κοινού στόχου.
Κάθε πράξη τους, από τη συλλογή στοιχείων μέχρι την ανάληψη χρημάτων και την επικοινωνία με τα θύματα, ήταν μελετημένη και απαραίτητη για τη συνολική λειτουργία του κυκλώματος.
Η βάση της πυραμίδας περιλάμβανε τα λεγόμενα «money mules». Αυτά ήταν πρόσωπα που παραχωρούσαν τα τραπεζικά τους στοιχεία, όπως κάρτες, λογαριασμούς e-banking και κινητά τηλέφωνα που ήταν συνδεδεμένα με τους λογαριασμούς αυτούς, έναντι μικρής χρηματικής αμοιβής που κυμαινόταν από 300 έως 800 ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά μεταβιβάζονταν πρώτα σε στρατολογητές και στη συνέχεια στους διευθύνοντες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τους λογαριασμούς για μεταφορά ή απόκρυψη των παράνομων κερδών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, κάθε λογαριασμός χρησιμοποιείτο μόνο μία φορά, γεγονός που απαιτούσε συνεχή στρατολόγηση νέων ατόμων.
Η δικογραφία αποκαλύπτει επίσης την ύπαρξη ενός τηλεφωνικού κέντρου, που έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην απάτη. Τα μέλη του τηλεφωνικού κέντρου, τα οποία μιλούσαν άπταιστα ελληνικά και είχαν άριστη γνώση της ηλεκτρονικής τραπεζικής, επικοινωνούσαν με τα θύματα, χρησιμοποιώντας εξειδικευμένες τεχνικές για να τα εξαπατήσουν.
Η εκπαίδευσή τους στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και στις λειτουργίες του τραπεζικού συστήματος τους επέτρεπε να εμφανίζονται πειστικοί και αξιόπιστοι, ενώ συντόνιζαν τις ενέργειές τους με το κεντρικό αρχηγείο.
Το επιχειρησιακό κέντρο της οργάνωσης ήταν υπεύθυνο για τη συλλογή τραπεζικών στοιχείων, την ανάληψη χρημάτων και τη μεταπώληση προϊόντων που αποκτήθηκαν μέσω της απάτης. Το τμήμα συλλογής καρτών συγκέντρωνε και επαλήθευε τη λειτουργικότητα των στοιχείων, ενώ τα τμήματα ανάληψης και παραλαβής προϊόντων διεκπεραίωναν τις οικονομικές συναλλαγές και τη διαχείριση των «εσόδων». Οι συντονιστές φρόντιζαν για την ομαλή ροή των δραστηριοτήτων, προσαρμόζοντας τη σύνθεση των μελών ανάλογα με τις ανάγκες της οργάνωσης.
Τα «money mules» αποτελούσαν το τελευταίο αλλά κρίσιμο κομμάτι της αλυσίδας. Χωρίς τη συμμετοχή τους, η εγκληματική δραστηριότητα θα ήταν δυσχερής. Παρείχαν τα στοιχεία τους γνωρίζοντας συχνά ότι χρησιμοποιούνται για παράνομες ενέργειες, αλλά πείθονταν ή εκβιάζονταν να συμμετάσχουν λόγω οικονομικών δυσκολιών. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, καθοδηγούνταν να δηλώσουν κλοπή των στοιχείων τους στις αρχές, ώστε να αποσείσουν τις ευθύνες τους.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!