Είναι τα παιδιά και οι έφηβοι που πρωταγωνιστούν στο τελευταίο βιβλίο του κοινωνικού ψυχολόγου Jonathan Haidt, με τίτλο «Η Αγχωμένη Γενιά: Πώς ο Μεγάλος Επαναπρογραμματισμός της Παιδικής Ηλικίας Προκαλεί μια Επιδημία Ψυχικών Νοσημάτων» (The Anxious Generation: How the Great Childhood Rewire is Causing an Epidemic of Mental Illness, Εκδ. Penguin Press), το οποίο ανέδειξε με ανάρτησή της στο Instagram η σύζυγος του πρωθυπουργού Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη, γράφοντας για το πιο ενδιαφέρον καλοκαιρινό της ανάγνωσμα.
«Στο εξαιρετικό βιβλίο του Jonathan Haidt, “The Anxious Generation”, αναλύονται οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των παιδιών από την αλόγιστη χρήση του κινητού τηλεφώνου και των social media που μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά στον διαδικτυακό εθισμό», ανέφερε στην ανάρτησή της. «Η παιδική και εφηβική ηλικία τείνουν να βασίζονται σ’ ένα κινητό τηλέφωνο, δημιουργώντας πολλαπλασιαστικά προβλήματα στους νέους για τη ζωή τους, την εξέλιξή τους και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε τα σημάδια».
Σε 100 περίπου λέξεις συνοψίζει το περιεχόμενο του βιβλίου και καλεί σε συλλογική δράση για την αντιμετώπιση του φαινομένου – «δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε τα σημάδια». Η ίδια είναι μητέρα τριών παιδιών από τη Γενιά Ζ. Στην επίμαχη γενιά μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκει και η κόρη του Jonathan Haidt, όπως προκύπτει από αναφορές στις σελίδες του βιβλίου. Εχουν έναν λόγο παραπάνω να ανησυχούν – ή και όχι. «Η ψυχική υγεία των νέων μάς αφορά όλους», τονίζει η κυρία Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη σύμφωνα με το σημείωμα του συγγραφέα: «Το βιβλίο αυτό δεν απευθύνεται μόνο σε γονείς, δασκάλους, φροντιστές ή όσους ενδιαφέρονται για τα παιδιά.
Απευθύνεται σε όποιον θέλει να κατανοήσει πώς ο γρηγορότερος επαναπρογραμματισμός των ανθρώπινων σχέσεων και συνειδήσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας κατέστησε δύσκολο να σκεφτόμαστε, να συγκεντρωνόμαστε, να αφήνουμε κατά μέρος τον εαυτό μας τόσο ώστε να νοιαζόμαστε για τους άλλους και να χτίζουμε γερές σχέσεις. Η Αγχωμένη Γενιά είναι ένα βιβλίο για το πώς να πάρουμε πίσω τη ζωή για τους ανθρώπους κάθε γενιάς».
Το θέμα του βιβλίου είναι άκρως επίκαιρο: πλήθος ερευνητικών δεδομένων -όπως αυτά που με αφειδία επικαλείται ο ίδιος- αποδίδουν στα smarphones την έκρηξη στα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και αυτοκτονιών μεταξύ των νέων. Ηδη, σε διάφορα σχολεία των ΗΠΑ και της Ευρώπης επιχειρείται ο περιορισμός της έκθεσης των παιδιών στο Διαδίκτυο με απαγόρευση χρήσης κινητών και tablets.
Πρόκειται για μία από τις τέσσερις μεταρρυθμίσεις που προτείνει ο Haidt από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου του, μαζί με τη διπλή απαγόρευση απόκτησης κινητού πριν από το Λύκειο και πρόσβασης στα social media πριν από τα 16 έτη, συνδυαστικά με περισσότερο ελεύθερο χρόνο για τα παιδιά χωρίς επιτήρηση.
Ετσι, ισχυρίζεται, θα μπορέσουμε να επαναφέρουμε την παιδική ηλικία από τις οθόνες στις αλάνες και τις γειτονιές, εκεί όπου οι νέοι μεγαλώνουν και ετοιμάζονται για την αληθινή ζωή, μακριά από «ένα εναλλακτικό σύμπαν συναρπαστικό, εθιστικό, απρόβλεπτο και, όπως θα αποδειχθεί, ακατάλληλο για παιδιά και εφήβους». Είναι καιρός, θα δηλώσει σε συνέντευξή του ο ψυχολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, «να επιστρέψουμε το τζίνι της τεχνολογίας πίσω στο μαγικό του λυχνάρι».
H αρχή του κακού και τα πειραματόζωα στον Αρη
Το smartphone στα χέρια της Γενιάς Ζ ήταν σαν επικίνδυνη διαστημική αποστολή: «Τα παιδιά που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήταν η πρώτη γενιά στην ιστορία που πέρασε την εφηβεία της στον εικονικό κόσμο. Οταν δώσαμε smartphones στη Γενιά Z στις αρχές της δεκαετίας του 2010 ήταν σαν να τη στείλαμε να μεγαλώσει στον Αρη, στο μεγαλύτερο ανεξέλεγκτο πείραμα που έχει κάνει ποτέ η ανθρωπότητα στα ίδια της τα παιδιά». Στον αφιλόξενο πλανήτη, τα παιδιά θα εκτεθούν στην κοσμική ακτινοβολία με τις επακόλουθες κυτταρικές βλάβες, τις ανωμαλίες στην ανάπτυξη των οστών, των μυών, των αρθρώσεων, του εγκεφάλου και του καρδιαγγειακού συστήματος των παιδιών λόγω της απουσίας βαρύτητας, τις σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις του να μεγαλώνεις σε ένα εξωγήινο περιβάλλον.
Ο «Μεγάλος Επαναπρογραμματισμός» της παιδικής ηλικίας, όπως τον περιέγραψε στην παραπάνω αλληγορία, έδωσε ώθηση σε μια κρίση ψυχικής υγείας στους νέους, η οποία ξεκίνησε και άρχισε να εξελίσσεται αθόρυβα από τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τους «αθώους» πρώτους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα – με τα πορτάκια. Μέχρι το 2012 η ψυχική υγεία των εφήβων μπήκε ορμητικά σε φθίνουσα πορεία. Νέοι και νέες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον συνεχούς σύνδεσης (online) όσο και απομόνωσης.
Οι νέες μορφές αλληλεπίδρασης, με τη διαρκή ανάγκη για επιβεβαίωση και σύγκριση με τους άλλους, η συνεχής έκθεση σε εικόνες τελειότητας και η πίεση για προσαρμογή στα νέα πρότυπα, λειτούργησαν τοξικά και πυροδότησαν συναισθήματα ανεπάρκειας, άγχους και κατάθλιψης. Ο Haidt παραθέτει στοιχεία από το 2015, που δείχνουν ότι έφηβοι με λογαριασμό στα social media αφιερώνουν δύο ώρες την ημέρα στις πλατφόρμες, με τη συνολική έκθεση στις οθόνες -συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών streaming όπως το Netflix- να ανέρχεται σε επτά ώρες την ημέρα. «Ενας στους τέσσερις εφήβους δήλωσε ότι περιηγείται στο Διαδίκτυο “σχεδόν συνεχώς”. Μέχρι το 2022, ο αριθμός αυτός είχε σχεδόν διπλασιαστεί, στο 46%».
Η νέα πραγματικότητα είχε επιβληθεί τάχιστα, χωρίς οι πιθανές της συνέπειες -για τους αναπτυσσόμενους εγκεφάλους των παιδιών κυρίως- να είναι πλήρως κατανοητές. Οι επιπτώσεις άργησαν να φανούν. Το 1990 και 2000 οι προσωπικοί υπολογιστές (desktops) και τα πρώτα κινητά τηλέφωνα δεν άφησαν αρνητικό αποτύπωμα στην ψυχική υγεία των εφήβων, αλλά, αντιθέτως, συνδέθηκαν με σταθερή ή ακόμη και ελαφρώς βελτιωμένη ψυχική διάθεση σε σύγκριση με προηγούμενες γενιές. Ηταν το επόμενο κύμα τεχνολογικών εξελίξεων, με την κυριαρχία των smartphones και των social media, που έφερε τη δραματική αλλαγή.
«Η ραγδαία αύξηση στα ποσοστά αυτοτραυματισμού και αυτοκτονιών, σε συνδυασμό με μελέτες αυτο-αναφορών που δείχνουν αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης, διαψεύδουν παταγωδώς όσους διατηρούσαν επιφυλάξεις για την ύπαρξη κρίσης ψυχικής υγείας. Δεν ισχυρίζομαι πως δεν υπάρχει περίπτωση η αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης να οφείλεται στη μεγαλύτερη προθυμία δήλωσης αυτών των καταστάσεων (η οποία είναι κάτι καλό) ή να οφείλεται σε κάποιους εφήβους που άρχισαν να βιώνουν παθολογικά το φυσιολογικό άγχος και τη δυσφορία (πράγμα που δεν είναι καλό). Αλλά η αντιστοιχία ανάμεσα στα αυτοαναφερόμενα βάσανα και τις μεταβολές στη συμπεριφορά μας λέει ότι κάποια μεγάλη αλλαγή συνέβη στη ζωή των εφήβων στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ξεκινώντας ίσως από τα τέλη της δεκαετίας του 2000», σημειώνει ο ψυχολόγος.
«Η αυτοκτονία είναι η κύρια αιτία θανάτου στις ΗΠΑ, με 49.449 θύματα το 2022», έχει δηλώσει ο Haidt. Στις παρατηρήσεις του στο βιβλίο για τα ποσοστά αυτοκτονιών των έφηβων κοριτσιών, αναφέρει άνοδο το 2008, με μια κορύφωση το 2012, και από το 2010 έως το 2021 σημαντική αύξηση 167%. «Και αυτό μας οδηγεί να αναρωτηθούμε: Τι άλλαξε για τα κορίτσια προεφηβικής και νεαρής ηλικίας στις αρχές της δεκαετίας του 2010;».
Νευρωνικά δίκτυα με Kardashians και πορνό
Η νέα ψηφιακή πραγματικότητα επέφερε θεμελιώδεις αλλαγές σε νευροβιολογικές διεργασίες που συντελούνται κατά την παιδική ηλικία, κυρίως όσες εμπλέκονται στη διαμόρφωση κοινωνικών και γνωστικών δεξιοτήτων ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη για την ενηλικίωση.
Οι GenZers βίωσαν διαφορετικά πέντε στοιχεία-κλειδιά της παιδικής ηλικίας: το ελεύθερο παιχνίδι, τους πιο αργούς ρυθμούς ανάπτυξης, την προσαρμογή, την κοινωνική μάθηση και την ανάπτυξη ως απόκριση στα εξωτερικά ερεθίσματα. Η πορεία τους προς την ενηλικίωση βρέθηκε σε άλλη τροχιά από την παραδοσιακή των προγόνων τους.
Απουσίασαν το παιχνίδι, σωματικές και κοινωνικές δραστηριότητες -χρήσιμες εισέτι για την κατάκτηση της μη λεκτικής επικοινωνίας-, η επίλυση συγκρούσεων και η συνεργασία, αλληλεπιδράσεις όπως το αθώο κουτσομπολιό, τα πειράγματα και αστεία, εμπειρίες που εγγράφονται στον εγκέφαλο για να κατανοήσει τις σχέσεις, τη διαπραγμάτευση και τη συναισθηματική ρύθμιση. Αυτές οι εμπειρίες, εξηγεί ο Haidt, είναι νευραλγικές για την ανάπτυξη της εκτελεστικής λειτουργίας, η οποία ευθύνεται για τον αυτοέλεγχο, στη συγκέντρωση και την ικανότητα σχεδιασμού και εκτέλεσης εργασιών.
Στις ημέρες του Μεγάλου Επαναπρογραμματισμού, τα παραπάνω αντικαταστάθηκαν από τις αλληλεπιδράσεις στις οθόνες. «Η επικοινωνία με γραπτά μηνύματα συνοδευόμενα από emojis δεν πρόκειται να συμβάλει στην ανάπτυξη περιοχών του εγκεφάλου που “αναμένουν” να συντονιστούν μέσα από συνομιλίες που περιλαμβάνουν εκφράσεις προσώπου, εναλλαγές στον τόνο της φωνής, άμεση οπτική επαφή και γλώσσα του σώματος. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τα παιδιά και τους εφήβους να αναπτύξουν κοινωνικές δεξιότητες σε επίπεδο ενηλίκων στον πραγματικό κόσμο, όταν οι κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις συμβαίνουν εν πολλοίς στον εικονικό κόσμο». Πρόκειται, κατά τα λόγια του, για επαφές ασώματες, ασύγχρονες, ευκαιριακές.
Περσόνες όπως οι αδελφές Kardashians άνοιξαν νέους δρόμους στον κόσμο των social media. Διάσημες απλώς για τη δημοσιότητά τους, προσέδωσαν αίγλη στον ψηφιακό κόσμο και κατάφεραν να παραβιάσουν «έναν από τους σημαντικότερους μηχανισμούς μάθησης για τους εφήβους»: τους απέσπασαν από μια σειρά προτύπων που θα μπορούσαν αποτελέσουν οδηγούς για τη διαμόρφωση των δεξιοτήτων τους. Τα κορίτσια εγκλωβίστηκαν στον κόσμο της εικόνας. Τα αγόρια βρήκαν εύκολη πρόσβαση στην πορνογραφία και σε περιεχόμενο που ικανοποιεί άμεσες επιθυμίες, χωρίς να απαιτεί την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων.
Το νέο καθεστώς αποσύνδεσε τους νέους από τον πραγματικό κόσμο και δημιούργησε ένα καινούριο είδος παιδικής ηλικίας που ζει σε πολλαπλά μεταβαλλόμενα δίκτυα υψηλών ταχυτήτων. «Μια αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η ανομία, καθώς οι σταθερές και δεσμευτικές ηθικές αξίες δεν μπορούν να υπάρξουν όταν τα πάντα είναι διαρκώς ρευστά. Οπως έδειξε ο κοινωνιολόγος Émile Durkheim, η ανομία γεννά την απελπισία και την αυτοκτονία. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο τα αγόρια και κορίτσια που ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους μέσα από τον Μεγάλο Επαναπρογραμματισμό, κατέληξαν στο ίδιο σημείο, με μια ξαφνική και ραγδαία ενίσχυση της αίσθησης ότι η ζωή τους δεν είχε νόημα», επισημαίνει ο ψυχολόγος.
Ανέτοιμα παιδιά από υπερπροστατευτικούς γονείς
Οι γονείς δεν είναι άμοιροι ευθυνών για την εύθραυστη υγεία της Γενιάς Ζ. Πέραν των social media, ο λίθος του αναθέματος πέφτει και στους υπερπροστατευτικούς γονείς, εκείνους που τα περιόρισαν στον πραγματικό κόσμο χωρίς να έχουν καταφέρει να τα προφυλάξουν από τις απειλές του Διαδικτύου. Συνεπεία του πρώτου, οι νέοι είναι ανέτοιμοι για τις προκλήσεις του αληθινού κόσμου. Συνεπεία του δεύτερου, βίωσαν την υπερέκθεση σε επιβλαβές περιεχόμενο από πολύ μικρή ηλικία. Στη θεωρία του Haidt, τα αγόρια και κορίτσια που μεγαλώνουν σε προστατευτική φούσκα δεν βρίσκουν έδαφος να εξασκήσουν τις αρετές της προσαρμοστικότητας και της ανθεκτικότητας, γίνονται υπερευαίσθητα, δειλά και δύσπιστα, απροετοίμαστα για τις προκλήσεις της ζωής. Μπαίνουν σε αυτό που ο ψυχολόγος αποκαλεί «λειτουργία άμυνας».
«Εχουμε πάνω από έναν αιώνα εμπειρίας στο πώς να κάνουμε τον κόσμο ασφαλή για τα παιδιά», σημειώνει και αντιπαραβάλλει τους γονείς που παρέμειναν καθηλωμένοι στον φόβο της εγκληματικότητας του 1990, με τους φόνους και τα εξαφανισμένα παιδιά. Οι υπερπροστατευτικοί γονείς απέκλεισαν το «παιχνίδι δίχως επίβλεψη» και στέρησαν από τους νέους την εμπειρία της ανακάλυψης, να είναι δηλαδή ανοιχτοί σε νέες ιδέες, να διαχειρίζονται καλύτερα το άγχος, να είναι πιο ευτυχισμένα και θωρακισμένα έναντι των κινδύνων και απειλών. «Η μανία με την ασφάλεια (safetyism) είναι ένας αναστολέας νέων εμπειριών. Οταν ανάγουμε την ασφάλεια των παιδιών σε μια οιονεί ιερή αξία και δεν τους επιτρέπουμε να πάρουν ρίσκα, τα εμποδίζουμε να υπερβούν το άγχος, να μάθουν να διαχειρίζονται τον κίνδυνο και να είναι αυτόνομα, στοιχεία απαραίτητα για να γίνουν υγιείς και ικανοί ενήλικες».
Η «λειτουργία άμυνας» της Gen Z, γράφει στο βιβλίο του, διατηρήθηκε και κατά την είσοδό τους στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Γνωστός για την κριτική του στη «woke culture», την κοινωνική τάση που αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια και προτάσσει την αφύπνιση και τον συνειδητοποιηµένο ακτιβισµό κόντρα στις κοινωνικές και κάθε λογής αδικίες, αναφέρει πως με την εγγραφή των GenZers στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, «βιβλία, λέξεις, ομιλητές και ιδέες που προκαλούσαν ελάχιστες ή καθόλου αντιπαραθέσεις το 2010, το 2015 θεωρούνταν επιβλαβή, επικίνδυνα ή τραυματικά». Τα σύγχρονα πανεπιστήμια με τα safe spaces απέναντι στον πόλεμο αξιών (culture wars), έχει δηλώσει, έγιναν «ανόητα μέρη όπου οι έξυπνοι άνθρωποι σιωπούν, όσο άλλοι άνθρωποι λένε ανόητα πράγματα».
Λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, ο Haidt επανέρχεται στην υπερπροστατευτικότητα και μανία με την ασφάλεια, στρέφοντας πια το βλέμμα του προς τους γονείς: «Γύρω στο 2012, όταν οι έφηβοι άρχισαν να αποκτούν smartphones -και τα γραφήματα άρχισαν να αποτυπώνουν την αύξηση του άγχους- συνέβη κάτι ακόμα: οι γονείς τους απέκτησαν επίσης smartphones. Αυτά τα smartphones έδωσαν στους γονείς μια νέα υπερδύναμη που δεν είχαν στην εποχή των κινητών με το πορτάκι: τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις κινήσεις των παιδιών ανά πάσα στιγμή. […] Οι γονείς άρχισαν να παρακολουθούν τα παιδιά τους παντού, όπως όταν βρίσκονται στον δρόμο για το σχολείο ή στη βόλτα με τους φίλους τους μετά. Εάν κάτι τους φαινόταν περίεργο, μπορούσαν να πάρουν τηλέφωνο ή να στείλουν μήνυμα, είτε να πιέσουν το παιδί να δώσει εξηγήσεις κατά την επιστροφή για το τι έκανε την ημέρα του. Είτε σκεφτόμαστε το τηλέφωνο ως “τον μακρύτερο ομφάλιο λώρο στον κόσμο” είτε ως “αόρατο φράχτη”, η αυτονομία των παιδιών μειώθηκε κατακόρυφα όταν άρχισαν να τα κουβαλούν [σ.σ.: τα smartphones] μαζί τους. Ακόμα κι αν ένας γονέας σπάνια ελέγχει τον tracker, ακόμα κι αν ένα παιδί ποτέ δεν καλέσει τη μαμά του να έρθει να το μαζέψει επειδή έσπασε η αλυσίδα του ποδηλάτου του, το γεγονός ότι υπάρχει πάντα η δυνατότητα να συμβεί δυσκολεύει τα παιδιά και τους εφήβους να νιώσουν ότι είναι ανεξάρτητοι, σίγουροι και ικανοί. Και δυσκολεύει τους γονείς να τα αφήσουν να ανεξαρτητοποιηθούν.»
Σκληρές αλήθειες ή boomer θεωρίες;
O Jonathan Haidt είναι σχεδόν 61 ετών, ανήκει δηλαδή στην περιβόητη γενιά των -αρτηριοσκληρωτικών όπως χαρακτηρίζονται συχνά- boomers. Πράγματι, δεν είναι λίγα τα σημεία στο βιβλίο του όπου ακούγεται σαν ο θείος ή οικογενειακός φίλος που κάθεται στο τραπέζι και αναπολεί τα ανέμελα και απείρως ομορφότερα χρόνια της νιότης του. Θέλει τα παιδιά με ματωμένα γόνατα να ενηλικιώνονται σε γειτονιές και αλάνες, χλευάζει τα υποχρεωτικά μέτρα προστασίας σε πάρκα και παιδικές χαρές, «ζητά» από τους γονείς να δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα παιδιά τους και να τους επιτρέψουν να κυκλοφορήσουν μόνα το βράδυ.
Οι απόψεις του χαρακτηρίζονται αιρετικές. Προκλητικός, μεροληπτικός, αμφιλεγόμενος, είναι ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδουν στον Haidt οι πολέμιοι των θέσεών του, κατηγορώντας τον για παρωχημένες ιδέες, στοχευμένα παραδείγματα, διάθεση να σπείρει τον πανικό, ακόμα και να φιμώσει τις φωνές της γενιάς Ζ. «Δεν λέω ότι τα 11χρονα πρέπει να αποκλειστούν από το Διαδίκτυο. Λέω ότι ο Μεγάλος Επαναπρογραμματισμός της Παιδικής Ηλικίας, κατά την οποία τα παιδικά χρόνια των ηλεκτρονικών συσκευών πήραν τη θέση των παιδικών χρόνων με παιχνίδι, είναι η κύρια αιτία της παγκόσμιας επιδημίας ψυχικών ασθενειών στους εφήβους», διευκρινίζει και θέτει την ηλικία των 16 ετών αφετηρία της «διαδικτυακής ενηλικίωσης», σύμφωνα με ένα δικό του μοντέλο παραχώρησης δικαιωμάτων ανά ηλικία.
Στην κριτική της για το βιβλίο «Η Αγχωμένη Γενιά» στην «Washington Post», η Αμερικανίδα συγγραφέας Judith Warner τον ψέγει για την υποτίμηση μεγάλων στρεσογόνων παραγόντων που σημάδεψαν τη γενιά Ζ, όπως η πανδημία COVID-19 και η κλιματική κρίση.
«Κάθε γενιά ενηλικιώθηκε παράλληλα με μια καταστροφή ή υπό την απειλή μιας επικείμενης καταστροφής, από τη Μεγάλη Υφεση και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις απειλές της πυρηνικής καταστροφής, της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, του υπερπληθυσμού και του καταστροφικού εθνικού χρέους. Οι άνθρωποι δεν παθαίνουν κατάθλιψη όταν αντιμετωπίζουν απειλές συλλογικά – παθαίνουν κατάθλιψη όταν αισθάνονται απομονωμένοι, μοναχικοί ή άχρηστοι», λέει ο Haidt. «Μπορεί ο κόσμος μας να μοιάζει κατακερματισμένος, αλλά το ίδιο ίσχυε όταν ήμουν παιδί τη δεκαετία του 1970, όταν οι γονείς μου ήταν παιδιά τη δεκαετία του1930. Είναι η ιστορία της ανθρωπότητας», θα σχολιάσει σε κάποιο άλλο σημείο του βιβλίου.
Για τον ψυχολόγο δεν έγιναν τα παγκόσμια γεγονότα οδηγοί της κρίσης ψυχικής υγείας στους νέους, ούτε εντάθηκαν τόσο ώστε να ανατρέψουν την ψυχική γαλήνη από το 2012. Το πρόβλημα είναι ότι «τα παγκόσμια γεγονότα πέρασαν ξαφνικά σε αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσα από τις οποίες κάποιοι νέοι εξέφραζαν τα συναισθήματά τους για έναν κόσμο που καταρρέει, συναισθήματα που είναι μεταδοτικά στον κόσμο των social media».
Και, όπως έδειξε έρευνα του Ελληνοαμερικανού καθηγητή του Yale, Νίκολα Χρηστάκη, που παραθέτει στο βιβλίο του, τα καταθλιπτικά συναισθήματα είναι πιο μεταδοτικά.
Του καταλογίζουν ακόμα ότι στο βιβλίο του παρουσιάζει τη χρήση των smartphones και των social media ως αίτιο της ψυχολογικής κατάρρευσης των νέων, παρά ως ένα σύμπτωμα μιας κοινωνίας που βρίσκεται ολόκληρη σε τέλμα. «Σίγουρα θα υπάρχουν σημεία που κάνω λάθος», σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου και επιφυλάσσεται να προχωρήσει σε διορθώσεις σε επόμενη online έκδοση του έργου. Σκληρές αλήθειες ή προκαταλήψεις ενός boomer επιστήμονα; Το άγχος, η κατάθλιψη και ο αυτοκτονικός ιδεασμός στους νέους υπήρχαν και πριν την άνοδο των νέων τεχνολογιών.
Ωστόσο, οι συνεχείς ειδήσεις για influencers, θύματα ηλεκτρονικού εκφοβισμού και άλλες κατηγορίες χρηστών των κοινωνικών δικτύων που οδηγήθηκαν στην αυτοχειρία μάλλον κάτι σημαίνουν.
Φωτογραφίες: Getty Images/Ideal Image, Shutterstock
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!