Όταν η Σόνια Σοτομαγιόρ ορκίστηκε μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, το 2009, ήταν μια νίκη όχι μόνο για τον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα -που την είχε εκ θέσεως προτείνει- και τους Δημοκρατικούς, αλλά και για την ίδια της τη χώρα.
Η προοδευτική νομικός έγινε η πρώτη ισπανόφωνη στα αμερικανικά χρονικά που διορίστηκε στην ύψιστη βαθμίδα της δικαστικής εξουσίας των ΗΠΑ.
Οι δικαστές του έχουν ισόβια θητεία. Μπορεί να τερματιστεί μόνο λόγω παραίτησης, συνταξιοδότησης, απομάκρυνσης κατόπιν μομφής από το νομοθετικό κλάδο ή, φυσικά, θανάτου.
Λογικά ουδείς εξ αυτών θα έπρεπε να απασχολεί σήμερα την 69χρονη Σοτομαγιόρ, έπειτα από 15 έτη μιας επιτυχούς θητείας.
Μπορεί να μην χαίρει άκρας υγείας -πάσχει από διαβήτη. Παραμένει ωστόσο μάχιμη στο ισχυρό εννιαμελές Σώμα που, εν μέσω της προεδρίας Τραμπ, απέκτησε υπερσυντηρητική υπερπλειοψηφία.
Είναι η γηραιότερη από τους μόλις τρεις προοδευτικούς δικαστές που έχουν απομείνει στη σύνθεσή του.
Πολλοί τη χαρακτηρίζουν τη «συνείδηση του Ανώτατου Δικαστηρίου», που επηρεάζει με αποφάσεις του άμεσα τις ζωές εκατομμυρίων Αμερικανών.
Ξαφνικά ωστόσο στη δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ έχει προκύψει νέο θέμα.
Τέθηκε αρχικά μέσα από μια σειρά άρθρων στον Τύπο, σε έντυπα φίλα προσκείμενα στους Δημοκρατικούς.
Συνεχίστηκε με δηλώσεις στελεχών του κόμματος στο Κογκρέσο.
Αντανακλώντας τους φόβους τους για το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου, καλούν την Σοτομαγιόρ να συνταξιοδοτηθεί, ώστε ο πρόεδρος Μπάιντεν να προλάβει να διορίσει μια νεότερη προοδευτική δικαστή στη θέση της.
Ήτοι όσο είναι ο ίδιος πρόεδρος και οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τη Γερουσία.
Στην υποθετική περίπτωση που γίνει, η κίνηση δεν θα αλλάξει κάτι στην υπεροχή 6 προς 3 των συντηρητικών στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι φωνές υπέρ της αντικατάστασης της Σοτομαγιόρ βασίζονται σε μια λογική διασφάλισης των τριών θέσεων των προοδευτικών, στο ορατό ενδεχόμενο που οι κάλπες του Νοεμβρίου ανακατέψουν γερά την πολιτική «τράπουλα» στην Ουάσιγκτον.
Το «σύνδρομο» Γκίνσμπεργκ
Η θέση όσων Δημοκρατικών ζητούν από τη 69χρονη Σοτομαγιόρ να συνταξιοδοτηθεί ακούγεται παράταιρη, εάν αναλογιστεί κανείς ότι ο Τζο Μπάιντεν διεκδικεί την επανεκλογή του στα 81 του χρόνια.
Όμως το βασικό τους επιχείρημα είναι να αποφευχθεί η επανάληψη αυτού που συνέβη προ τετρατίας, μετά τον θάνατο της εμβληματικής δικαστού Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ πριν από τέσσερα χρόνια.
Συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2020, κατά τους τελευταίους μήνες της προεδρίας Τραμπ.
Έσπευσε να διορίσει στη θέση της την Εϊμι Κόνι-Μπάρετ, μια «αντι-Γκίνσμπεργκ».
Ήταν μια από τους τρεις δικαστές που διόρισε επί θητείας του στο Ανώτατο Δικαστήριο, παγιώνοντας την υπερσυντηρητική στροφή του. Έτσι παραμένει.
Οι μνήμες παραμένουν νωπές για τους Δημοκρατικούς.
Κυρίως, δε, από την άρνηση της Γκίνσμπεργκ να παραιτηθεί το 2014, όταν ο Ομπάμα θα μπορούσε να είχε επιλέξει κάποιον προοδευτικό διάδοχό της.
Εάν τώρα εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ, αν οι Ρεπουμπλικανοί πάρουν τον έλεγχο του Κογκρέσου ή -πολλώ μάλλον- εάν συμβούν και τα δύο και τεθεί θέμα αναπλήρωσης της Σοτομαγιόρ μέσα στην επόμενη τετραετία, στο Ανώτατο Δικαστήριο η συντηρητική υπερπλειοψηφία θα γίνει 7-2, με χρόνιες επιπτώσεις.
Είναι ήδη ορατές στην αμερικανική κοινωνία, με μια σειρά πρόσφατων σκοταδιστικών αποφάσεων.
Αφορούν από τις αμβλώσεις, την οπλοφορία και το μπλόκο στη μερική διαγραφή του φοιτητικού χρέους, μέχρι τις διακρίσεις σε βάρος μειονοτήτων και της ΛΟΑΚΤΙ+ κοινότητας.
Οι Δημοκρατικοί «πρέπει να πάρουν ένα μάθημα» μετά από αυτό που συνέβη με την Γκίνσμπεργκ, υποστήριξε μιλώντας στο NBC News ο 78χρονος Δημοκρατικός γερουσιαστής από το Κονέκτικατ, Ρίτσαρντ Μπλούμενταλ.
Προσέθεσε τη φωνή του στις εκκλήσεις για συνταξιοδότηση της κατά εννέα χρόνια νεότερής του Σοτομαγιόρ.
«Δεν είναι σαν να υπάρχει κάποιο μυστήριο εδώ σχετικά με το τι πρέπει να είναι το μάθημα», τόνισε.
Είναι «το παλιό ρητό», συμπλήρωσε: «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους».
Ρεαλισμός ή σεξισμός;
Η συζήτηση από το πουθενά περί συνταξιοδότησης της Σοτομαγιόρ έχει προκαλέσει σφοδρές επικρίσεις για σεξισμό, φυλετικές διακρίσεις, υποκρισίας στο θέμα του γήρατος ή ακόμη και κρίσεις ηττοπάθειας στους Δημοκρατικούς.
Οι παραλληλισμοί με την περίπτωση της Γκίνσμπεργκ χαρακτηρίζονται το λιγότερο ατυχείς.
Η εμβληματική δικαστής πέθανε σε ηλικία 87 ετών από καρκίνο στο πάγκρεας, ενώ η 69χρονη Σοτομαγιόρ πάσχει από διαβήτη Τύπου 1.
Από το 1971 και τούδε, εν τω μεταξύ, η δε μέση ηλικία συνταξιοδότησης μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι τα 78,7 έτη.
Κατά μέσο όρο οι θητείες τους αγγίζουν τα 28 χρόνια.
Για τη Σοτομαγιόρ, τουτέστιν, είναι θεωρητικά πιο πιθανό να συνεχίσει να υπηρετεί στο Ανώτατο Δικαστήριο όταν στις 20 Ιανουαρίου του 2029 θα ορκιστεί ο μεθεπόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Σίγουρα δεν θα είναι ούτε ο Μπάιντεν, ούτε ο Τραμπ, σήμερα 81 και 78 ετών αντιστοίχως.
Μιλώντας πάντως νωρίτερα φέτος σε μια εκδήλωση της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, η ίδια τόνισε ότι ο φόρτος εργασίας έχει γίνει πιο απαιτητικός με την πάροδο του χρόνου και ότι έχει «κουραστεί» λόγω του όγκου των υποθέσεων που φτάνουν στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Είναι και αυτό ένα δείγμα της ακραίας πόλωσης στις ΗΠΑ. Αν είναι κάτι «που με κρατάει σε εγρήγορση», τόνισε η Σοτομαγιόρ, «είναι ότι καταλαβαίνω τον αντίκτυπο που έχει το Δικαστήριο στους ανθρώπους και στη χώρα και μερικές φορές στον κόσμο».
Ο Λευκός Οίκος επιχείρησε να πάρει αποστάσεις από τον δημόσιο διάλογο γύρω από την περίπτωσή της.
Είναι «προσωπικές αποφάσεις» που πρέπει να λάβουν οι δικαστές, είπε η εκπρόσωπος Τύπου, Καρίν Ζαν Πιέρ.
Υπέρ της παραμονής της στο Ανώτατο Δικαστήριο τάχθηκε ο Δημοκρατικός πρόεδρος της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Γερουσίας, Ντικ Ντάρμπιν.
Πολλοί κάνουν λόγο για άσκοπη φλυαρία.
«Ελέφαντας στο δωμάτιο» ωστόσο παραμένει ο φόβος στο κόμμα για το τι θα βγάλει τελικά η κάλπη του Νοέμβρη.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!