Οι απόπειρες δολοφονίας κατά πρωθυπουργών στην Ευρώπη στο όνομα εσωτερικών πολιτικών παθών είναι γενικά κάτι που φαινόταν να ανήκει στο παρελθόν.
Ιδίως, όταν υποτίθεται ότι η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης συνοδεύτηκα και από μια διαδικασία εκσυγχρονισμού της πολιτικών διαδικασιών και διαμόρφωσης ενός κλίματος διαλόγου και σχετικής ανεκτικότητας στη διαφωνία.
Μάλιστα, αυτό θα έπρεπε να είναι ακόμη πιο έντονο στις χώρες που προέρχονται από το πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» όπου αφενός είχε υπάρξει μια τεράστια επένδυση στο να μην αναπαραχθούν «ακραίες» ιδεολογίες και όπου υποτίθεται ότι είχε υπάρξει και μια ορισμένη «αποστείρωση» του πολιτικού σκηνικού.
Επιπλέον, υποτίθεται και πάλι ότι ακριβώς επειδή οι χώρες βίωσαν την αποτυχία μιας ορισμένης εκδοχής «σοσιαλισμού» ήταν πολύ περισσότερο επιρρεπείς ως κοινωνίες να αποδεχτούν τις παραλλαγές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού ως τον αναπόδραστο ιστορικό ορίζοντα.
Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και η διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας
Όλα τα παραπάνω, δηλαδή η αποκομμουνιστικοποίηση, ο φιλελεύθερος εκδημοκρατισμός και η ηγεμονία του νεοφιλελεύθερισμού σε μεγάλο βαθμό συνδέθηκαν και με την ένταξη αυτών των χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που άλλωστε ήδη από την περίοδο 1989-1991 προβλήθηκε ως ο αναγκαίος ορίζοντας.
Όμως, την ίδια στιγμή ήταν ακριβώς η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης που διαμόρφωσε αρκετές εντάσεις στο εσωτερικό αυτών των χωρών. Οι πολιτικές της ΕΕ συνιστούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μια πίεση σε ό,τι έχει απομείνει από το κοινωνικό κράτος, μια απειλή για ορισμένους κλάδους της οικονομίας αλλά και μηχανισμό της έντασης των ανισοτήτων.
Την ίδια ώρα η μείωση της εθνικής κυριαρχίας, που είναι οργανική πλευρά της διαδικασίας της ενοποίησης, μπορεί στα μάτια κάποιων κοινωνικών στρωμάτων να φαντάζει ως μια διαδικασία εξευρωπαϊσμών, όμως στα μάτια άλλων σημαίνει μια υπονόμευση των αναγκαίων εθνικών ταυτοτήτων, ιδίως σε χώρες όπου ο εθνικισμός σε μεγάλο βαθμό αναδύθηκε ως τρόπο αναπλήρωσης του κενού που άφηνε ο κομμουνισμός.
Η ίδια η Σλοβακία είναι ακριβώς γέννημα του τρόπου που στη διαδικασία της αποκομμουνιστικοποίησης η διαμόρφωση ισχυρών εθνικών αισθημάτων δεν επέτρεψε να συνεχίσει να υπάρχει η ενιαία Τσεχοσλοβακία, παρότι η χώρα δεν είχε ένα ιστορικό εθνοτικών συγκρούσεων.
Επιπλέον, σε αυτές τις χώρες η απόρριψη του κομμουνισμού τροφοδότησε όχι μόνο εθνικιστικά αλλά και συντηρητικά αντανακλαστικά, που συχνά συγκρούονταν με πολιτικές που προωθούσε η ΕΕ ιδίως σε ζητήματα δικαιωμάτων ταυτότητας.
Το φάντασμα του «λαϊκισμού»
Σε αυτό το φόντο και καθώς ως προς την εσωτερική πολιτική μεγάλες αποκλίσεις ως προς την οικονομική πολιτική δεν υπήρχαν σε αυτές τις χώρες τα ζητήματα που αφορούν την κυριαρχία και την ταυτότητα, σε όλες τις συνδηλώσεις τους άρχισαν να χαράζουν μια βασική διαχωριστική γραμμή που δεν ήταν ακριβώς το «δεξιά – αριστερά», αλλά περισσότερο η αντιπαράθεση ανάμεσα σε όσους πρόκριναν μεγαλύτερο βαθμό κυριαρχίας και μια εντονότερη υπεράσπιση εθνικών ταυτοτήτων και ενός ορισμένου συντηρητισμού ως στοιχείο συνοχής και τις παραδοσιακές φιλελεύθερες απόψεις
Η αντιπαράθεση αυτή σε μεγάλο βαθμό εντάχθηκε στην πολεμική περί λαϊκισμού. Αυτό αφορά ιδίως το πώς άρχισε ιδίως τα μεγάλα δυτικά μέσα να περιγράφουν όσους πολιτικούς επέλεγαν μια πιο «κυριαρχική» ή «εθνικιστική» πολιτική, αλλά βρήκε μια αντανάκλαση και στην εσωτερική πολιτική συζήτηση.
Ο επικαθορισμός από τη σύγκρουση στην Ουκρανία
Οι πολιτικοί που καταγράφονται στην Κεντρική Ευρώπη ως «λαϊκιστές» δεν έχουν όλοι την ίδια στάση ως προς την εξωτερική πολιτική. Για παράδειγμα στην Πολωνία είναι πολύ έντονος ο αντιρωσικός τόνος και η πίεση για ακόμη πιο άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον πόλεμο.
Όμως, τόσο στην περίπτωση της Σλοβακίας όσο και της Ουγγαρίας η προσέγγιση ήταν διαφορετική, καθώς τόσο ο Βίκτορ Όρμπαν όσο και ο Ρόμπερτ Φίτσο επέλεξαν να μην ταυτιστούν πλήρως με τη δυτική γραμμή, στοιχείο που τους έβαλε και στο στόχαστρο της κριτικής άλλων κυβερνήσεων.
Η διαμόρφωση ενός «τοξικού» πολιτικού κλίματος και το ενδεχόμενο της βίας
Παρότι αρκετές από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης δεν είχαν μια μακρά παράδοση κοινοβουλευτισμού, εντούτοις από τη δεκαετία του 1990 υιοθέτησαν προφανώς ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο συμπεριλαμβανομένης και μιας κουλτούρας έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης.
Στη διαμόρφωση της πολιτικής συζήτησης συνέβαλε σε αρκετό βαθμό και η έντονη παρουσία σε όλο τον «μετακομμουνιστικό» κόσμο διάφορων ΜΚΟ και ιδρυμάτων που θεωρήθηκε ότι θα συνέβαλαν στην ανάπτυξη της «κοινωνίας των πολιτών» αλλά και στο εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό της πολιτικής συζήτησης. Όμως, την ίδια στιγμή συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και στην εσωτερίκευση της «δυτικής» οπτικής για τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένης και μιας ορισμένης στοχοποίησης του «λαϊκισμού» ως βασικού αντιπάλου. Σε αυτό το φόντο το «λαϊκιστής, αυταρχικός, φιλοπουτινικός» άρχισε να γίνεται μια βασική καταγγελία τόσο εντός αυτών των χωρών όσο όμως και σε διεθνές επίπεδο. Μια ματιά στο πώς παρουσίαζαν τον Φίτσο τα μεγάλα δυτικά μέσα τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση της σε βάρος του απόπειρας αρκούσε για να δει πόσο εμπεδωμένος είναι ένας τέτοιος τρόπος σκέψης.
Όλες αυτές οι παράμετροι, δηλαδή η διαμόρφωση ενός πολιτικού συστήματος που παρά την ιδεολογική του αποστείρωση εντούτοις έπρεπε να διαχειριστεί πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες, η επένδυση στον εθνικισμό σε συνδυασμό με την παράλληλη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας από τη διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η υιοθέτηση μιας ορισμένης εκδοχής δυτικής πολεμικής γύρω από τον λαϊκισμό, αλλά και οι τρέχουσες βαθιές γεωπολιτικές διαιρέσεις μπορούν να εξηγήσουν αυτό το ιδιαίτερο κλίμα πόλωσης που διαμορφώνεται σε χώρες όπως η Σλοβακία.
Μόνο που ένα τέτοιο κλίμα πολιτικής πόλωσης διαμορφώνει και ένα ευνοϊκό κλίμα για την πολιτική βία. Ακόμη και του είδους που είχαμε αρκετά χρόνια να δούμε στην Ευρώπη.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!