Ο Χρήστος Παπούλιας (1953-2024) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες αρχιτέκτονες της γενιάς του με διεθνή αναγνώριση. Εργαζόμενος στο γραφείο του στα Αναφιώτικα για δύο χρόνια, είχα την ευκαιρία να κατανοήσω το έργο του και να γνωρίσω τον ίδιο ως άνθρωπο μέσα από την καθημερινή μας επαφή.
Σπούδασε στην αρχιτεκτονική σχολή της Βενετίας κατά τη δεκαετία του 1970, έχοντας δασκάλους «ιερά τέρατα» της αρχιτεκτονικής σκέψης, όπως ο Carlo Scarpa και ο Aldo Rossi. Μιλούσε συχνά για τις φοιτητικές του εμπειρίες και τα –πολλές φορές αυθημερόν– ταξίδια του με το τρένο στην κεντρική Ευρώπη για να δει μία έκθεση ή να ακούσει διαλέξεις Γάλλων φιλοσόφων, δράσεις που εξηγούσαν την επιθυμία του να δει την αρχιτεκτονική μέσα από ένα ευρύτερο πρίσμα και σε ανοιχτό διάλογο με τη σύγχρονη Τέχνη, την Ιστορία, τη Φιλοσοφία, τη Θεωρία και τις Κοινωνικές Επιστήμες.
Η σχέση της αρχιτεκτονικής με τη σύγχρονη τέχνη βρέθηκε στο επίκεντρο του έργου του. Εκτός από το ότι σχεδίασε μουσεία, γκαλερί και σπίτια καλλιτεχνών, όπως αυτά του Γιάννη Κουνέλλη ή του Brice Marden στην Υδρα, πέτυχε αυτό που λίγοι αρχιτέκτονες έχουν καταφέρει: να παρουσιαστεί το αρχιτεκτονικό του έργο σε εκθέσεις σύγχρονης τέχνης παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως η documenta Χ στο Κάσελ (1997) ή η Biennalle Τέχνης στη Βενετία (1999). Σχέδια από έργα του ανήκουν στη μόνιμη συλλογή του Centre Georges Pompidou, ενώ το βιβλίο του «Υπερτόπος» εκδόθηκε από τον σημαντικό εκδοτικό οίκο Hatje Cantz.
Συνεργάστηκε με τους Γ. Τζιρτζιλάκη, Γ. Σημαιοφορίδη και Τ. Κουμπή για την έκδοση του πρωτοποριακού περιοδικού «Τεύχος». Το αποτύπωμα του περιοδικού στον χώρο του πολιτισμού και των τεχνών στη χώρα μας υπήρξε μεγάλο, καθώς όχι μόνο παρουσίαζε θέματα γύρω από την αρχιτεκτονική, την τέχνη και το ντιζάιν σε δίγλωσση έκδοση, αλλά πρωτοστάτησε στην εξερεύνηση της λεγόμενης αθηναϊκής αστικής κουλτούρας κατά τη δεκαετία του 1990.
Η Αθήνα υπήρξε ο δεύτερος πόλος του έργου του. Μεγάλωσε στο Μεταξουργείο, περιοχή στην οποία επανήλθε αργότερα παρουσιάζοντας σειρά σκίτσων με θέμα την καθημερινή ζωή της παιδικής του ηλικίας. Ομως η σχέση του με την Αθήνα σφραγίστηκε από την εκτός διαγωνισμού πρότασή του για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Οδηγός στην πρότασή του ήταν η απάντηση στο ερώτημα «τι είδους μουσείο θα έπρεπε να είναι το Μουσείο της Ακρόπολης», πιστεύοντας ότι αυτή η ιδέα απουσίαζε από το πρόγραμμα του διαγωνισμού.
Τέλος, ζούσε αυτό το παράδοξο. Αγαπούσε την Αθήνα αλλά ζούσε ως ασκητής στα Αναφιώτικα κοιτώντας την από μακριά. Λόγω της διεθνούς εμπειρίας του κατανοούσε και έκρινε τη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα μέσα από τη σχέση της με τον υπόλοιπο κόσμο, κάτι που τον έκανε να δυσφορεί, να λυπάται και να θυμώνει, σαν να έβλεπε από πολύ πριν την κρίση να έρχεται.
Σε ό,τι με αφορά, η μαθητεία μου δίπλα του υπήρξε καταλυτική και τον ευχαριστώ για τις γεμάτες προθυμία συζητήσεις μας.
* Ο Λουκάς Μπαρτατίλας είναι διδάκτωρ (Dr. des.) της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!