Διαβάζοντας το ρεπορτάζ μένεις με την εντύπωση ότι Μητσοτάκης και Ερντογάν διαφωνούν για τη Χαμάς, τη Μονή της Χώρας και τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Πάλι καλά δηλαδή που διαφωνούν ακόμα. Γιατί αν ανοίξεις την Εστία μαθαίνεις ότι η Ελλάς επαρεδόθη ήδη -αμαχητί υποθέτω- επειδή δήλωσαν Τούρκοι της Θράκης οι δυο ευσταλείς και μυστακοφόροι χορευτές της Μαρίνας Σάττι. Συμφορά μεγάλη μας βρήκε.
Ασε που την ίδια στιγμή ο Ράμα, λέει η εφημερίς, έθεσε και θέμα Μπουμπουλίνας. Αυτό το τελευταίο ειδικά είναι βαρύ, πολύ βαρύ. Την Μπουμπουλίνα βρε θεομπαίχτη; Αν μας πάρουν και την Μπουμπουλίνα οι Αλβανοί, μετά το σπληνάντερο, δεν ξέρω τι θα μείνει πλέον όρθιο. Ασε που θα καταρρεύσει και η Αρμάτα στις Σπέτσες που πάει και ο Αρης κάθε καλοκαίρι.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στις διαφωνίες Μητσοτάκη – Ερντογάν, γιατί νισάφι πια με τα μαύρα σύννεφα. Σοβαρά τώρα; Διαφωνούν για το αν η Χαμάς είναι τρομοκρατική οργάνωση ή οργάνωση άμυνας των Παλαιστινίων; Γιατί θα ερωτηθούν; Και μετά θα πιάσουν και τη Χεζμπολάχ; Συμμετέχει η Ελλάδα, ή ακόμα και η Τουρκία, σε καμία διεθνή διάσκεψη για το Μεσανατολικό και πρέπει να συμφωνήσουν στον χαρακτήρα της Χαμάς; Εχει καμία σημασία αν διαφωνούν; Εκεί θα τα χαλάσουν;
Θέλω να πω, ότι σε αντίθεση με το ρεπορτάζ που αποτυπώνει τις δηλώσεις και τις “εντάσεις” της στιγμής, αυτά δεν είναι βέβαια τα θέματα που χωρίζουν Ελλάδα και Τουρκία, δεν είναι τα θέματα που διαπραγματεύονται ή θα διαπραγματευτούν οι δύο χώρες, αλλά είναι απλά μια διαχείριση της επικαιρότητας και των συμβολισμών της. Μια διαχείριση των αντιδράσεων της κοινής γνώμης σε live σύνδεση. Απαραίτητη φυσικά στην πολιτική.
Ο Ταγίπ Ερντογάν για λόγους προσωπικού μεγαλείου αλλά και επειδή θέλει να παρουσιάζεται ως ο προστάτης των μουσουλμάνων διεθνώς, εικόνα που του αποδίδει πολιτικά και εκλογικά, φυσικά και δεν χάνει ευκαιρία να κάνει δηλώσεις για τη Χαμάς και το πόσο υποκριτική είναι η Δύση που μιλάει για τρομοκρατία της Χαμάς και κλείνει τα μάτια στους νεκρούς αμάχους Παλαιστίνιους. Τα ίδια είπε και με τον Γερμανό πρόεδρο, τα ίδια λέει και με τον Μητσοτάκη. Δεν απευθυνόταν όμως ούτε στον Γερμανό πρόεδρο -αν και εκεί ίσως υπήρχε και μια σκοπιμότητα που έχει να κάνει με τους Τούρκους στη Γερμανία, ένα εργαλείο στα χέρια του Ερντογάν- και σίγουρα δεν απευθυνόταν στον Μητσοτάκη. Στη διεθνή κοινή γνώμη απευθύνεται, στους Αραβες και στους Τούρκους πιστούς μουσουλμάνους-ψηφοφόρους.
Τα ίδια αν θέλετε ισχύουν και για τη Μονή της Χώρας. Το θέμα δεν είναι ελληνοτουρκικό φυσικά. Ούτε η Ελλάδα έχει ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε ένα βυζαντινό μνημείο (ή το σωστό θα ήταν σε ένα μνημείο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας;) σε μια ξένη χώρα. Μια συναισθηματική και ιστορική ευαισθησία έχει η Ελλάδα για τα μνημεία της Πόλης και αυτήν εκφράζει ο πρωθυπουργός. Από την πλευρά του ο Ερντογάν δεν απευθύνεται στην Ελλάδα. Για τη μετατροπή των χριστιανικών μνημείων σε τζαμιά είναι υπόλογος και δακτυλοδειχτούμενος στη διεθνή κοινή γνώμη, στους απανταχού Χριστιανούς και στις εκκλησίες τους. Και ειδικά στους απανταχού Ορθόδοξους. Εναντι εκείνων είναι εκτεθειμένος. Αν το θέμα το θίγει ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι γιατί αυτό απαιτεί η ελληνική κοινή γνώμη, ένα το κρατούμενο, και γιατί αυτό “στριμώχνει” την Τουρκία, έναντι του οιωνοί παρόντα, ακόμα και σε μια αυστηρά διμερή διαπραγμάτευση. Του διεθνούς παράγοντα. Και της διεθνούς κοινής γνώμης. Και ο Ερντογάν αμύνθηκε φυσικά με τον καλύτερο τρόπο που είχε στη διάθεσή του. Είπε κάτι μισόλογα ότι η Μονή θα είναι ανοιχτή για το κοινό και άλλα συναφή.
Αλλωστε ο δικός του καημός είναι οι πιστοί μουσουλμάνοι που έλκονται από το νέο ισλαμιστικό κόμμα του υιού Ερμπακάν και αυτό μετράει περισσότερο από τη διεθνή κοινή γνώμη. Αυτή μπορεί να περιμένει.
Το θέμα της μειονότητας είναι διαφορετικό. Στην τουρκική κοινή γνώμη υπάρχει μεγάλη ευαισθησία για το θέμα, οι Τούρκοι δεν βλέπουν αυστηρά νομικά την υπόθεση, όπως βλέπει τη μουσουλμανική μειονότητα η Ελλάδα, με τα γυαλιά της Λωζάνης δηλαδή, βλέπουν ομογενείς και ομοεθνείς τους στη Θράκη και η παρουσία της μειονότητας είναι φυσικά και ένας σημαντικός μοχλός πίεσης της Ελλάδας, που υπενθυμίζει (ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει) με κάθε ευκαιρία η Αγκυρα.
Από τις δηλώσεις και το μενού των διαφωνιών, έτσι όπως παρουσιάστηκε στον Τύπο, απουσίαζαν βέβαια όλα τα μεγάλα θέματα που χωρίζουν τις δύο χώρες και που υποτίθεται ότι θα είναι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, όποτε αυτή αρχίσει στα σοβαρά και ξεφύγει από τα εύκολα. Η ΑΟΖ, η υφαλοκρηπίδα, το εύρος των χωρικών υδάτων (που προηγείται της συμφωνίας για την ΑΟΖ), ο εναέριος χώρος, ενώ η Τουρκία θέλει να βάλει στο πακέτο και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, την κυριαρχία σε ορισμένες νησίδες στο Αιγαίο και άλλα πολλά. Τίποτα από αυτά δεν εμφανίστηκαν στις δηλώσεις.
Ισως και γιατί είναι πολύ σοβαρά θέματα για να γίνονται αναφορές δημοσίως ή για να γίνουν βορά από τα σχόλια του Τύπου. Θα έλεγε κανείς ότι στις δηλώσεις παρουσιάστηκαν οι διαφωνίες χαμηλής πολιτικής, σε μια συντονισμένη χορογραφία από τις δύο αντιπροσωπείες, με στόχο να γίνει αποδεκτό και κατανοητό από την κοινή γνώμη και τον διεθνή παράγοντα, πώς ακριβώς κινούνται και σε ποιο σημείο βρίσκονται οι δύο ηγέτες.
Με δυο λόγια ότι συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, αλλά μπορούμε να συνεχίσουμε να συζητούμε χωρίς εξάρσεις και απειλές, χωρίς εντάσεις, με στόχο μακροπρόθεσμα να βρούμε και τις λύσεις στα μεγάλα θέματα που μας χωρίζουν. Tamam. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μάθαινα ότι ακόμα και οι αναφορές εκτός κειμένου, για παράδειγμα οι αναφορές του Ταγίπ Ερντογάν στη Χαμάς και η ανταπάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού, ήταν συμφωνημένα και χορογραφημένα εξαρχής. Ώστε και η διαφωνία να καταγραφεί και η απάντηση να μην προκαλέσει πρόβλημα.
Η διαφωνία και η διαπίστωσή της δημοσίως, δεν δημιουργεί αξεπέραστο πρόβλημα, αρκεί και οι δύο πλευρές να σέβονται η μία την άλλη. Να μην γίνονται διατυπώσεις που υποτιμούν ή προσβάλουν και που αναγκάζουν την άλλη πλευρά να βγει στην επίθεση. Ό,τι ακριβώς έγινε στην περίφημη συνέντευξη Τύπου του Νίκου Δένδια με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, που θα μπορούσε να είναι παράδειγμα “αντιπαραγωγικής” συνέντευξης Τύπου. Αν και φυσικά οι συνθήκες ήταν διαφορετικές και η Αθήνα είχε “φορτώσει” από τις συνεχείς παρενοχλήσεις της Τουρκίας, για να είμαστε δίκαιοι με τον πρώην ΥΠΕΞ που συχνά έκτοτε κατηγορείται για προσωπική ατζέντα.
Πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον αυτή η διαπραγμάτευση που μόλις ξεκίνησε κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά. Μήπως ο Ερντογάν περιμένει τις αμερικανικές εκλογές και τυχόν επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και ανάλογα θα δει πώς θα κινηθεί στη συνέχεια; Μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σε έναν τόσο απρόβλεπτο ηγέτη όπως ο Ερντογάν; Πόσο μπορεί να διαρκέσει η νηνεμία, όσο οι δύο πλευρές δεν θίγουν τον πυρήνα των διαφωνιών τους, που είναι τα θέματα που έχουν να κάνουν με τις θάλασσες και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης; Μήπως οι Κεμαλιστές -αν επιστρέψουν στην εξουσία- θα είναι χειρότεροι από τους ισλαμιστές του Ερντογάν; Κανείς δεν έχει τις απαντήσεις, αλλά ένα διάστημα νηνεμίας, ηρεμίας και ψυχραιμίας -εκτός από τα προφανή οφέλη για την οικονομία και στις δύο χώρες- είναι σίγουρα η απαραίτητη προϋπόθεση, το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να πατήσει μια χώρα στην αναζήτηση μιας συμφωνίας (δηλαδή ενός συμβιβασμού, ας μην κοροιδευόμαστε) με τη γείτονά της.
Αν φυσικά στο μεταξύ δεν έχουμε παραδοθεί αμαχητί, όπως λέει η Εστία.
Πηγές Άρθρων
Ολα τα άρθρα που θα βρείτε εδώ προέρχονται από τους μεγαλύτερους και πιο αξιόπιστους ιστότοπους ειδήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ!